Μια μικρή φυγή (που λίγο μεγάλωσε)

Μια μικρή φυγή.

Κάθε ταξίδι δεν έχει έναν μόνο προορισμό. Έχει δύο. Αυτόν που θα πάς τώρα, και εκείνον που δεν θα πάς ποτέ. Μα όποιον και αν διαλέξεις, η απεραντοσύνη του κόσμου θα δώσει μια απάντηση στο ερώτημα που σκλαβώνει τις νύχτες που θρέφουν την φυγή σου. Την ίδια στιγμή που θα συλλαμβάνει το σπόρο της επόμενης.

Γιατί κάθε ταξίδι, μικρό ή μεγάλο ξεκινάει από μία επιθυμία. Την επιθυμία της φυγής. Την επιθυμία να απομακρυνθείς από έναν αόρατο φόβο, από ένα κρυφό άγχος που ετοιμάζεται να φουντώσει και να σε καταπιεί. Το ταξίδι έχει εκείνη την ιδιότητα της καινής διαθήκης. Όποια σελίδα και να ανοίξεις, ότι και αν διαβάσεις, περιέχει μια απάντηση στο πρόβλημα σου. Έτσι και στο ταξίδι, όπου και να πας θα βρεις απαντήσεις.

Μόνο που θα ξέρεις μέσα σου, όσο πιο μακριά πας, τόσο πιο αληθινός είναι ο φόβος σου.

«O κόσμος δεν είναι κακός. Είναι απλά πολύ μεγάλος για να σε αφήσει να τον καταλάβεις».

1. Στην μέση του κάποτε

Μου φάνηκε ότι πήρε πολύ ώρα. Όταν ταξιδεύει ο νους μακριά θέλει και εκείνος την ώρα του. Να γυρίσει πίσω, να τα μαστορέψει όλα να μπουν στην σωστή σειρά. Και εγώ ήμουν μακριά. Σήκωσα το κεφάλι μου και ο νέος κόσμος απλώθηκε σα σεντόνι πάνω στον παλιό, τόσο αργά, που σχεδόν ένιωθα μια παρουσία να το στρώνει μπροστά μου. Οι γραμμές και τα σχήματα άρχισαν να παίρνουν τις θέσεις τους, ζωγραφίζοντας στα μάτια μου το παραπέτασμα που αποκαλούμε πραγματικότητα.

Μέσα σε μια στιγμή ξέφυγα από την παραγκούπολη της Βομβάης και βρέθηκα στο σταθμό των τρένων του Βουκουρεστίου. Σαν να κουράστηκε το χρώμα στα μάτια μου. Σαν να ξεθώριασε αφήνοντας πίσω του μια ζωή σε γκρίζα απόχρωση. Ανθρώπινες μορφές περπατούσαν στο πουθενά μου και ένας κρυμμένος κρύος ήλιος πάλευε να κατεβάσει τους σηκωμένους γιακάδες, και να δώσει ζωή. Μπροστά μου η παγωμένη μύτη μου ρούφαγε τον βαρύ αέρα ρουμάνικο αέρα, και στο βάθος παγωμένα τρένα περιμένανε στις προβλήτες, σαν ξεβρασμένα από τον καιρό. Σαν παλιό αμερικάνικο μιούσικαλ, σαν ταινία σε σινεμά αυτοκινήτων, και εγώ παρκαρισμένος εκεί, στο πιο οικείο ΜακΝτόναλτς που είχα πρωτοπάει ποτέ.

Η προσοχή μου, ενστικτωδώς οδηγήθηκε στον πινάκα του σταθμού όπου παρατήρησα ότι το μέσο και ο προορισμός μου δεν είχαν ακόμα φανεί. Ήταν νωρίς. Περίπου τρεις ή τέσσερις το μεσημέρι. Πήρα μια μικρή ανάσα για να κοιμίσω ένα μικρό νεογέννητο φόβο. Είχα ήδη χάσει μια πτήση σήμερα, το να χάσω και το τρένο θα με καθιστούσε τόσο γελοίο που θα μου κόστιζε πολλές ώρες ενδοσκοπικής φιλοσόφησης για να με δικαιολογήσω. (Αφόρητα πληκτική διαδικασία, ειδικά αν αναλογιστείς ότι τελικά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο από το να σε δικαιολογήσεις. Μπορεί να είναι η λογική που θα ψιθυρίσει ότι το τέλειο είναι βαρετό. Μπορεί να είναι η ταπεινότητα που θα σου θυμίσει ότι έχεις άλλα χαρίσματα. Μπορεί να είναι ο εγωισμός που θα φωνάξει το σε όποιον αρέσουμε.)

Γύρισα στα αριστερά μου, στην αφορμή της ανησυχίας μου και είδα, πίσω από τον ξύλινο διαχωριστικό φράχτη, μια φιγούρα που κοντοστεκόταν. Ήταν μια ηλικιωμένη και κοντή γυναίκα, μια γριά με ζαρωμένο πρόσωπο τυλιγμένο σε ένα μαύρο παλιό σάλι. Με κοιτούσε. τόσο καθηλωτικά που μόλις και μετά βίας κατάφερα να δω το απλωμένο χέρι της. Κάπου βρήκα την φωνή της και συνειδητοποίησα ότι μόλις μου είχε μιλήσει και τώρα με κοίταζε χωρίς να κοιτάζει τίποτα, απλά περιμένοντας, με βλέμμα παγωμένο.

Την κοίταζα ανέκφραστος καθώς μου ξαναμιλούσε και ενώ το αέναο βουητό του σταθμού κατάπιε τους ξένους ήχους που έβγαλε το στόμα της. Έδειχνε σαν να είχε καταλάβει ότι ήμουν ξένος, μα συνέχιζε να με κοιτάει στα μάτια, όπως την κοίταζα και εγώ. Τα γέρικα και κουρασμένα μάτια της έκρυβαν μια σπίθα νιότης. Τα κοίταγα και μεταφέρθηκα σε μια πράσινη λίμνη, κρυμμένη σε πυκνά δάση στην καρδιά του χειμώνα. Μπήκα μέσα στα μάτια της και είδα αυτά που και εκείνη έβλεπε. Είδα τις σκέψεις που ταξίδεψαν στο κεφάλι της, αυτές που ζουν για λιγότερο από μια στιγμή, μα μιλούν περισσότερο από όλες. Είδα στα μάτια της την αλήθεια που δεν θα μπορέσει να σου πει ποτέ ο καλύτερος σου φίλος. Είδα την αλήθεια που όλοι ψάχνουμε ενώ την έχουμε μπροστά μας. Ένα ψίθυρο.

Σε ένα δάσος μοναχικών καθρεπτών εμείς ψάχνουμε μανιωδώς να βρούμε την κακοτυχία μιας μικρής κρυμμένης ρωγμής.

Για μια στιγμή που ποτέ δεν ήρθε χαμογέλασα, με εκείνο το χαμόγελο που δεν συγκινεί τα χείλια, και η αλήθεια χάθηκε τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκε. Με άκουσα να της λέω στα ελληνικά ότι δεν έχω χρήματα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, και μαζί τους, διέσχισα τις διαστάσεις των επιλογών, και βρέθηκα ξανά σε ένα σώμα ντυμένο με ρούχα. Εκείνη το είδε, και το βλέμμα της νεκρώθηκε. Το κεφάλι της έγειρε αργά, τραβήχτηκε και άρχισε να απομακρύνεται.

Ποιο κοινωνικό κατάλοιπο αποφάσισε να της μιλήσει φορώντας μου ένα ευγενικό χαμόγελο ποτέ δεν κατάλαβα. Και ούτε θέλησα να το εξετάσω αφού θεώρησα πιθανό ότι ανήκει σε εκείνα τα πράματα που αν ξεκινήσεις να τα μελετήσεις μετά δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα να κυκλοφορείς έχοντας στο κεφάλι το καπέλο του Ναπολέοντα και να δικαιολογείσαι για αυτό λέγοντα πως θα μπορούσε να ήταν και Παρασκευή. Γοητευτική εικόνα.

Έκλεισα το βιβλίο, και έπιασα να στρίψω ένα τσιγάρο. Κοίταξα το ρολόι και μέτρησα τις ώρες. Τρεις ακόμα χρειάζονται να προστεθούν στις τρεις που πέρασα καθισμένος διαβάζοντας. Είχα πολύ χρόνο ακόμα. Έβαλα το τσιγάρο στο στόμα, το άναψα, και άφησα το βλέμμα μου ελεύθερο. Έδωσα τα χαλινάρια στο υποσυνείδητο, να διαλέξει εκείνο προορισμούς ψυχαγωγώντας το συνειδητό μου. Γύρω μου, μικρές προσωπικές ιστορίες πηγαινοερχόντουσαν. Βιαστικές, κουρασμένες, χαρούμενες ή λυπημένες, με αγωνία ή ευθυμία και όμως όλες τόσο όμοιες σαν να υπακούνε σε κάποια μυστηριώδη δύναμη. Οι ήχοι μπλέκονται και ενώνονται σε μια μελισσοβουή, και όλα ξαφνικά είναι δείχνουν απολύτως οικία. Η ανάσα εναρμονίζεται με το περιβάλλον και απόλυτη ηρεμία απλώνεται παντού. Γρήγορα σε τρομάζει και για λίγο είσαι σίγουρος πως κάτι θα ξεσπάσει εκείνη την στιγμή, και μέσα στην ανάσα που κρατιέται και γρήγορα αφήνεται, αθόρυβα επιστρέφει η γνώριμη ηρεμία της σιωπής.

Τα μάτια μου σταματάνε λίγο παραπέρα σε ένα ζευγάρι που αγκαλιάζεται με πάθος, και εκείνη στις μύτες των ποδιών της, του χαρίζει ένα κάπως ντροπαλό φιλί. Τα μάτια θέλουν να κοιτάξουν αλλού μα δεν τα αφήνω. Περίεργο που όταν βλέπεις τον έρωτα σε ξένους συνειδητοποιείς πόσο πολύ σου έχει λείψει. Ακόμα πιο περίεργο όμως είναι αυτοί οι τερματικοί σταθμοί των τρένων. Σε όποιο τόπο και να πάς, οι τερματικοί σταθμοί είναι οι αυθεντικοί ναοί της μοναξιάς. Το μόνο μέρος όπου η μοναξιά δεν είναι βάρος αλλά ο καλύτερος φίλος.

Ρούφηξα μια τζούρα από το τσιγάρο και βάλθηκα να πιάσω τις σκέψεις που χόρευαν ξέφρενα στο υποσυνείδητο μου. Με έπιασα να τραγουδώ ένα τραγούδι που λάτρευα στην εφηβεία μου.

Where are these silent faces

I took them all

They all went away

Now you are all alone

To turn out every light so deep in me

Hold on, too late

Will I ever see them back again

Or did they all died by my hand

Or were they all killed

By the old evil ghost

Who had taken the ocean

Of all my dreams

I knew the answers… but now they are gone for me

Είναι λίγα τα πράγματα που αληθινά απολαμβάνω στην ζωή μου. Τα καλά βιβλία, τα καλά τραγούδια, και οι καλές ανατολές του ηλίου. Αυτές που σε ξυπνούν ερωτευμένο και σε προσκαλούν να τις απολαύσεις στο κρύο.

*

Η εικόνα των κουρασμένων τρένων ανέκαθεν με μάγευε. Αποφάσισα να την ντύσω με λίγη μουσική. Έβγαλα το περίφημο gadget ηχείων με mp3 player, απόλυτα απαραίτητο αξεσουάρ στα ταξίδια μου και έβαλα ένα δίσκο του Montgomery.

Άκουγα την μουσική χωρίς να σκέφτομαι τίποτα συγκεκριμένο. Πάντα έτσι είναι με τον κύριο Montgomery. Απλά ακούς, και κουνάς το πόδι σου. Συχνά κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι εντελώς. Το ευχαριστιόμουν για κάμποση ώρα, όταν αναπάντεχα η μουσική από ζεστό κορμί έγινε μακρινό ρούχο. Ένοιωσα, για μια απειροελάχιστη στιγμή, σαν να γεννήθηκε η επιθυμία στις τρίχες του σβέρκου μου να χορέψουν. Τα φρύδια μου ελαφρά συνοφρυώθηκαν, και τα μάτια μου μπορέσανε να στρίψουν λίγα χιλιοστά το λαιμό μου, πριν τα σταματήσω. Την ήξερα αυτή την αίσθηση. Πιστεύω όλοι την ξέρουμε και όλοι την αναγνωρίζουμε, γιατί σε όλους μας τα σημάδια της είναι ίδια.

Γύρισα σίγουρος για αυτό που θα φανερωθεί στα μάτια μου. Γύρισα για να μην δω τίποτα. Γύρισα για να δω μια απουσία. Γύρισα για να θυμηθώ πως είμαι ένας ακόμα δειλός. Ένας ακόμα δέσμιος των κανόνων της ηθικής και της μαζικής βλακείας. Γύρισα για να δω αυτό που για πάντα έδιωξα για λόγους που ποτέ δεν κατάλαβα. Ένα παιδί με φακίδες χωμένο σε ένα μαύρο κουστούμι. Ένα παιδί με μια θηλιά από μετάξι στο λαιμό. Ένα παιδί που είναι δικό μου περισσότερο από όλα. Πλάι στην χαμένη μου αθωότητα μια γυναικεία μορφή. Δεν θέλω να την κοιτάξω, θέλω να ξεχάσω και ξεχνώ το ότι ξέρω ποια είναι προφασιζόμενος πως κάνει περισσότερο κρύο τώρα από ότι πριν από ένα δευτερόλεπτο.

Είναι οχτώ παρά. Και τέταρτο το τρένο φεύγει. Πάω να βρω μια ωραία ήσυχη κλινάμαξα να συνεχίσω το βιβλίο μου. Σκέφτομαι τις όμορφες στιγμές που με περιμένουν. Με συντροφιά ένα τσιλάμ και λίγο ουίσκι, θα φύγω από την Ρουμανία και θα βρεθώ ερωτευμένος φυγάς στην Ινδία, μέχρι το πρωί.

2. Στην αρχή του τότε

Ήρθε μήνυμα. Κοιτάζω το κινητό για λίγο, πατάω διαγραφή. Το κλείνω. Γυρίζω στον υπολογιστή μου και κοιτάω την οθόνη. Νούμερα, ονόματα, ώρες, σύνολα. Τι κάνω εγώ εδώ? Μέσα σε ένα πουκάμισο. Μέσα σε ένα καλό σακάκι? Η γραμματέας μου είναι στα δεξιά μου και γλυκά όπως πάντα μου μιλάει. Την κοιτάω αλλά δεν την ακούω. «Μαρίνο είσαι καλά»? «Βεβαίως». Με κοιτάει διερευνητικά και μου χαμογελάει...... «τελείωσες?» «Σε ένα λεπτό τελειώνω». Φεύγει.

Παίρνω ένα χαρτάκι και σημειώνω κάτι χωρίς να κοιτάω, χωρίς να ξέρω. Βάζω το χαρτί στην τσέπη μου και γυρίζω στην οθόνη. Πρέπει να κοιτάξω τις καταστάσεις μισθοδοσίας για να μπορέσει η Θάλεια να το στείλει στην τράπεζα. Η ώρα είναι δύο το μεσημέρι και έπρεπε να το είχαμε στείλει. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά και ετοιμάζομαι να το εκτυπώσω. Το μυαλό δεν θέλει να εργαστεί. Κάπου στο βάθος του κρανίου μου το αίμα μου κυλάει σαν χείμαρρος. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ και τα καταφέρνω. Πρέπει να βρω μέσα στα χαρτιά ποιος προσπαθεί να με κλέψει. Ποιος προσπαθεί να με πατήσει στο λαιμό. Αφού άλλωστε όλοι έτσι κάνουν. Και εγώ μαζί.

Ας είναι. Μερικά χαρτιά δεν αρκούν. Και το μυαλό μου μισό δεν μπορεί να διαβάσει ανάμεσα από τις λέξεις. Το κινητό βαράει πάλι μήνυμα. Ο Θανάσης μου γράφει πως δεν θα μπορέσει να έρθει γιατί η Άννα δεν θα πάρει τελικά άδεια. Όπως και ο Κωσταντίνος, όπως και ο Φοίβος, όπως και ο Αντώνης. Όλοι τελικά θα κάτσουν με τα κορίτσια τους για τον ένα η τον άλλο λόγο. Εγώ δεν έχω λόγο να ανησυχώ. Είμαι μόνος μου καιρό τώρα. Όπως μόνος ήμουν και καιρό πριν. Η ώρα έχει πάει δυόμιση. Σχεδόν ακούω την Θάλεια να αγχώνεται στο διπλανό γραφείο. Εκτυπώνω την έκθεση και πιάνω άλλες δουλειές.

Η μέρα τελειώνει και με βρίσκει στο σπίτι. Σε λίγο το μόνο ζευγάρι που δεν ακύρωσε θα περάσει να με πάρει να πάμε παρέα εκδρομή στο εξοχικό μου. Εκεί που με ρώτησε εκείνος αν εκείνη με ενδιαφέρει. Εκεί που του είπα όχι νομίζοντας ότι δεν κινδυνεύω. Εκεί που η φίλη μου έγινε κοπέλα του φίλου μου και έμεινε παντοτινά φίλη μου. Τα τρία χρόνια που περάσαν από τότε με βάζουν σε σκέψεις. Είναι φίλοι μου και έρχονται να με πάρουν. Δεν θέλω να τους στεναχωρήσω. Άλλωστε ο Λευτέρης μου το ζήτησε. Και για να ζητήσει ο Λευτέρης τότε υπάρχει λόγος.

Το κουδούνι χτυπάει και εγώ είμαι ακόμα μέσα στις παντόφλες μου. Βγαίνω στο δρόμο να προϋπαντήσω τους επίδοξους εκδρομείς. Η διάθεση είναι πολεμική και για λίγο το σκέφτομαι ξανά. «άντε ντύσου» φωνάζουν. Βγάζω από την τσέπη μου τα κλειδιά και τους τα δίνω. Με κοιτούν. Εγώ δεν θα έρθω, αλλά εσείς θα πάτε. Δεν χρειάζεται να ρωτήσουν το γιατί και αρκούνται στο «τι θα κάνεις?», «δεν ξέρω… ίσως πεταχτώ Βουδαπέστη» Γελάμε και χαιρετιόμαστε. Γελάω και εγώ και σκέφτομαι. Τι στα κομμάτια? Τα παιδιά φεύγουν και η πόρτα κλείνει. Τι στα κομμάτια?

Καθώς ανεβαίνω στο δωμάτιο μου το σκέφτομαι.

Φύγε!

Φύγε!

Πήγαινε!

Κοντοστέκομαι για λίγο και μετά αρπάζω μια τσάντα. Βρίσκω τον οδηγό ταξιδιών του βλάκα, μια λίστα όπου έχω γράψει τα απαραίτητα για τα ταξίδια και την συμπληρώνω διαρκώς με όλα αυτά που τελικά έχω ξεχάσει, αφού πάντα στο τέλος ετοιμάζομαι, και μαζεύω ότι βρω. Που να πάω?

Θα Πάω Βουδαπέστη.

3.Στο τέλος του κάποτε

Αγοράζω ένα ζεστό καφέ και ξεκινάω προς το τρένο μου. Μετά από προσεχτική ανάγνωση του εισιτηρίου μου, με το απαραίτητο βέβαια άγχος για την ορθότητα της προβλήτας, του τρένου, του βαγονιού κτλ. καταλήγω σε ένα βαγόνι με καμπίνες των οχτώ καθισμάτων.

Οχτώ βρώμικα και φθαρμένα αεροπορικού τύπου καθίσματα για ταξίδι δεκαοχτώ ωρών. Δεκαοχτώ ώρες σε μια τέτοια θέση, μετά από μια τέτοια ημέρα ήταν κάτι το αδύνατον. Δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να καταφέρω να μείνω ξύπνιος, και το πιθανότερο θα ήταν, όταν θα ξύπναγα, να μου έλειπαν μέχρι και τα παπούτσια, και θα κατέληγα ξυπόλητος ξένος σε ένα συνοριακό χωριό μιας ξένης χώρας χωρίς χαρτιά και χρήματα. Για μια στιγμή μου φάνηκε δελεαστική προοπτική, αλλά η κούραση ήταν τέτοια, που η ιδέα μιας άδειας καθαρής κλινάμαξας πήρε διαστάσεις εικόνας παραμυθένιας.

Μετά από αρκετές άδοξες προσπάθειες κατάφερα να βρω έναν ομολογούμενος ιδιαίτερα όμορφο αξιωματούχου του τρένου που σε σπαστά αγγλικά μου είπε ότι δεν έχουν μείνει κενά κρεβάτια αλλά θα βρει τρόπο να με βοηθήσει. Μου ζήτησε να τον ακολουθήσω και με έφερε κάπως βιαστικά σε μια άδεια κλινάμαξα, την τελευταία του βαγονιού και έφυγε το ίδιο βιαστικά, χωρίς να ζητήσει χρήματα. Παρότι υπήρχε μόνο ένα βαγόνι με πέντε μόνο κλινάμαξες των έξι κουκετών, το αφελές αλλά πραχτικό μυαλό μου δεν κατανόησε την ιστορία που εξελίχτηκε στο παρασκήνιο, αλλά ξάπλωσε ικανοποιημένο στην κουκέτα. Ίσως να ήταν η όμορφη εμφάνιση του αξιωματούχου, και η επιβλητική του στολή να επιβάρυνε την γοητεία που άσκησε επάνω μου, που με έκαναν να αφεθώ στην εμπιστοσύνη που του χάρισαν τα αφελή ένστικτα μου.

Αφελή άραγε ή πρακτικά? Τόσο η εμφάνιση μου, όσο και κυρίως ο τρόπος μου κατέστησαν σαφές ότι θα πλήρωνα το οποιοδήποτε τίμημα για να μπω σε μια εντελώς άδεια κλινάμαξα. Η αίσθηση του να κοιμάσαι σε ένα βαγόνι, του να βλέπεις από το παράθυρο τον κόσμο να φεύγει ήταν άλλωστε ένας από τους λόγους του ταξιδίου. Έτσι όταν ήρθε τελικά και μου ζήτησε δύο φορές τα χρήματα που έδωσα στο Αεροδρόμιο, δεν ήξερα αν ήμουν κορόιδο, ή κερδισμένος.

Το εσωτερικό της κλίνης χάρισε ένα χαμόγελο στο σώμα μου. Άνοιξα λίγο το παράθυρο, κρέμασα το σακάκι, έβγαλα τα παπούτσια μου, έβαλα τον φίλο Jarrett να παίξει το πιάνο του, και έπιασα να στρίψω ένα τσιλάμ. Ξάπλωσα ανάσκελα, έκλεισα το φώς και άναψα το τσιγάρο μου. Φρέσκος αέρα χάιδευε το πρόσωπό μου καθώς μια γλυκιά κούραση αγαλλίασε το κορμί μου, που παραδόθηκε μεμιάς στην μαγευτική μουσική και στην ρομαντική ατμόσφαιρα της κλινάμαξας.

*

Το σώμα μου κοιμήθηκε μα η ψυχή μου ζωντάνεψε. Γέμισε κόκαλα και αίμα. Ο κόσμος έφερε τούμπα μέσα στα μάτια μου. Λευκά περιστέρια γέμισαν με φωτεινά φτερουγίσματα το μαύρο σκοτάδι και σαν τα μάτια μου ξύπνησαν βρέθηκα στην αγκαλιά των άστρων. Ατάραχος, αγέρωχος, καθισμένος με τα πόδια διπλωμένα σε ένα στέρεο γαλάζιο σεντόνι στην καρδιά του σύμπαντου, χαζεύω την γη να κρεμιέται στο κενό. Στα αριστερά μου, τακτοποιημένα και νοικοκυρεμένα τα σανδάλια μου, και δεξιά μου ένα πακέτο τσιγάρα. Βρίσκομαι σπίτι μου και μπροστά μου η γη γυρίζει και εγώ την κοιτώ, απαράμιλλα όπως θα κοίταζα ένα ρολόι στον τοίχο. Αλλού ξημερώνει και αλλού βραδιάζει, κάθε λεπτό μου και μια ημέρα.

Αργά απλώνω το χέρι προς την γη, υπακούοντας, ποιον ή τι δεν ξέρω. Ο χώρος κινείται. Ο χρόνος κινείται. Οι διαστάσεις παίζουν μαζί μου μέσα σε μια μεθυστική ζάλη, και η γη μικραίνει και χώνεται μέσα στην χούφτα μου, γίνεται πιο μικρή σαν μπιζέλι και πιο μικρή και γλιστρά από το χέρι μου και πέφτει. Κοιτώ κάτω μου στο σεντόνι που πια δεν είναι, ίσως ποτέ να μην ήταν. Κάτω μου απλώνεται μια μικρή τετράγωνη γαλάζια αμμουδιά και οι χούφτες μου γεμίζουν πλανήτες που με αγκαλιάζουν και με τραβάνε και με βυθίζουν αργά μέσα τους. Σύντομα έχει μείνει μόνο το κεφάλι μου παλεύοντας με μια ανάσα να φουσκώσει τα πνευμόνια μου, γιατί? Για ένα ή δύο δευτερόλεπτα ζωής ακόμα.

Σκοτάδι. Απόλυτο, πνιχτό, θανάσιμο και ήρεμο σκοτάδι γεμίζει τα πάντα μου. Δύο δευτερόλεπτα - ακόμα αντέχω. Τα πάντα με πιέζουν με σπρώχνουν προς τα κάτω προς τα πάνω δεν ξέρω. Συνεχίζουν να με πιέζουν. Ένα δευτερόλεπτο. Ο αέρας τελείωσε μα δεν παραδίδομαι κρατιέμαι. Το σύμπαν με πιέζει, η ψυχή μου με πιέζει, το μυαλό το σώμα, κινούμαι και πιέζομαι για την αρχή του τέλους ή το τέλος μιας αρχής και ξάφνου με ένα φλουπ πετάγομαι στο φώς και χώνομαι σε δύο τεράστια χέρια, ταραγμένος προσπαθώ να φωνάξω μα δεν έχω ανάσα. Ένας πόνος σωτήριος με γεμίζει αέρα, ο φόβος γίνεται κραυγή και κλάμα και τα χέρια με παραδίδουν αργά σε μια γυναικεία αγκαλιά, σε μια γυναικεία προσμονή σε μια γυναικεία αγάπη. Στην ουσία μου στην αγάπη μου στην τροφή μου. Τροφή του σώματος, της ψυχής, των πόθων μου. Με ένα κλάμα φωνάζω «όχι», αρνούμαι να παραδοθώ, δέσμιος από την γέννηση μου. Τινάζομαι. Την αποτάσσομαι. Πετάγομαι, ξεφεύγω και πέφτω στο κενό και σπάω σαν πορσελάνη σε χίλια κομμάτια. Απλώνομαι στον αέρα και φεύγω στο χώρο και στο χρόνο γίνομαι αεροπλάνο, τρένο, βαγόνι, κλινάμαξα, γίνομαι σώμα ξαπλωμένο, ανοίγω τα μάτια και αναρωτιέμαι και εύχομαι να είναι μικρός ο κόσμος.

Το χέρι μου τεντώνεται και κλείνει την μουσική και εγώ βυθίζομαι γοργά σε έναν ύπνο μονάρχη. Σε ένα γνώριμο βασιλικό κήπο. Πίσω ξανά στα χνάρια Εκείνης. Εκείνης που με όρισε. Εκείνης που με εξόρισε στην μοναξιά. Απρόσκλητη περπάτησε πάλι στα λιβάδια του αδύναμου μυαλού μου, και εγώ σαν την ένιωσα να κρύβεται πίσω από πυκνούς θάμνους, γύρισα αμέσως αλλού.

*

Η μέρα ξύπνησε και με βρήκε ήρεμο και ξεκούραστο στην Οπάτια. Εδώ στα βόρεια το κρύο είναι πιο βαρύ και η υγρασία απρόσκλητη φωλιάζει μέσα από τα ρούχα και τρυπάει το δέρμα. Έξω είναι όλα βρεγμένα. Ένας ξένος σε μια ξένη γη και φυλακισμένος σε μια ζωή ελεύθερη σταματάει ένα ταξί και δείχνει στον οδηγό ένα χαρτάκι, που δύο ημέρες τώρα κρυβόταν στην τσέπη του. Δεν θυμάμαι πότε μπήκε και ούτε με ενδιέφερε μέχρι τώρα. Μα τώρα αποφάσισε αυτό για εμένα. Η ελευθερία μου κομματιάστηκε και αυτό το φαινομενικά αθώο χαρτί όρισε σε μια στιγμή την μοίρα μου.

Πως βρέθηκε εκεί μέσα? Το ξεκούραστο μυαλό μου ήθελε να χαρεί την πρωινή του ηρεμία. Μια άχαρη εξευρωπαϊσμένη Ρουμάνικη μουσική χόρευε την καμπίνα του αυτοκινήτου κουράζοντας τόσο πολύ τα αυτιά μου που αναγκάστηκα να ζητήσω από τον οδηγό να σταματήσει προφασιζόμενος ότι θέλω έναν καφέ. Κατάλαβε την λέξη «καφέ» και σιγουρεύτηκε από την κίνηση του χεριού μου όταν προσποιήθηκα ότι κράταγα ένα ποτήρι. Είχε όρεξη για κουβέντα αλλά η ευγένεια μου δεν άντεξε. Του ξανάπα απότομα την λέξη «καφέ» και γύρισα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο. Δεν θυμάμαι καν αν το κατάλαβε και αν σταμάτησε να μιλάει. Δεν θυμάμαι καν το πρόσωπο του.

Σταματήσαμε σε ένα γωνιακό Έβερεστ και ένιωσα την ελευθερία μου να τσαλαπατιέται σαν τενεκεδένιο κουτάκι.. “Hot Nes Café”. Η κοπέλα με κοιτάει. «One coffee, one sugar, fresh milk please”. Mου γνέφει μάλλον καταφατικά. Με σερβίρει σε πλαστικό. Ο ταξιτζής με κοιτάει. Εγώ κοιτάω τον ταξιτζή. Ούτε που ξέρω τι θέλω όταν μπαίνω με τον καφέ στο χέρι μέσα στο αυτοκίνητο.

Συνεχίζουμε προσπερνώντας ξενοδοχεία πιο καλά από αυτό που πηγαίνω. «better hotel friendbetter”, «κάνε μας την χάρη ρε». Η κακή διάθεση ήρθε απρόσκλητη. Το χαρτάκι με καίει στην τσέπη. Προσπαθώ να θυμηθώ το τι και το πώς. Το ταξί σταματάει, και η σκέψη πέφτει σε τοίχο. Παραιτούμαι, πληρώνω και κατεβαίνω.

Τέσσερα αστέρια και ένα μεγάλο “SPA” σκεπάζουν την πύλη του κτιρίου, και παντού τριγύρω δέντρα γυμνά γεμίζουν ένα χαλί από κοκκινοκίτρινα φύλα απλωμένο μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Εδώ και εκεί άνθρωποι έχουν βγει για ένα πρωινό τρέξιμο στο πάρκο. Ο αέρας μυρίζει λάσπη και φθινόπωρο. Στο χέρι μου βρίσκεται ένα ποτήρι με καφέ, στην πλάτη μου μια τσάντα, και στην τσέπη μου ένα χαρτάκι με το όνομα του ξενοδοχείου. Με περιμένουν. Όλο το ταξίδι είχε προορισμό εδώ. Το τυχαίο το απρόσμενο και το κανονισμένο πλέχτηκαν σε μια ιστορία που φτιάχτηκε για να με φέρει σε αυτό το ξενοδοχείο.

Οι αυτόματες πόρτες άνοιξαν και κλείσανε έξω το κρύο. Περπάτησα προσπερνώντας χωρίς τύψεις την ρεσεψιόν για να μπω στο εστιατόριο. Φόρτωσα σε ένα δίσκο μια φρέσκια πορτοκαλάδα, ένα βραστό αυγό, μια φέτα ψωμί, δύο κουτάκια με βούτυρο και μέλι, διάφορα αλλαντικά και τυριά. Τα έφαγα και πήρα έναν καφέ χόβολης προς αντικατάσταση εκείνου που είχα χύσει στο χώμα πριν μπω στο ξενοδοχείο. Έστριψα ένα τσιγάρο και αποφάσισα να βγάλω μια άκρη.

Μόλις χθες ήμουν στο γραφείο βγάζοντας την μισθοδοσία του προσωπικού όπως κάθε δεύτερη Παρασκευή. Ενδιάμεσα αντάλλαζα μηνύματα με φίλους για το προγραμματισμένο σκ στο εξοχικό μου. Η μία ακύρωση μετά την άλλη με άφησαν με ένα φιλικό ζευγάρι. Το απόγευμα με βρήκε στο σπίτι να σκέφτομαι το εάν και κατά πόσον ήθελα να πάω. Το ζευγάρι ήρθε από το σπίτι να με πάρει και με βρήκε με τις παντόφλες και τα κλειδιά του εξοχικού στο χέρι. Με ρώτησαν τι θα κάνω και αστειεύτηκα λέγοντας ότι θα πάω Βουδαπέστη. Λίγο αφού τους χαιρέτησα αποφάσισα να κάνω το ανέκδοτο πραγματικότητα.

Πράγματι ήταν εύκολο. Στις 6 το πρωί αεροπλάνο έφευγε για Βουδαπέστη. Έβαλα σε μια τσάντα τα απαραίτητα και σερφάρισα λίγο για το τι θα πρέπει να επισκεφτώ μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

Η αδελφή μου ξύπνησε κατά τις 6.30. Γρήγορα αποφάσισα να μην επιτρέψω σε μια ασήμαντη ατυχία να μου χαλάσει τα σχέδια. Και πώς να μπορούσε άραγε αφού σχέδια δεν υπήρχαν. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα για το αεροδρόμιο. Το Βουκουρέστι το είχα ξαναδεί αλλά καμία άλλη πτήση δεν έφευγε εντός της ώρας. Και εκτός αυτού ένας άλλος αναγκαστικά πιο μακρινός προορισμός θα ανέβαζε και το μπάτζετ καθυστερώντας και άλλο το σέρβις της μοτοσυκλέτας μου, που ήταν άλλωστε και ο λόγος που υπήρχαν τα χρήματα.

Αγόρασα τα εισιτήρια προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως είμαι αυθόρμητος και όχι ανώμαλος. Η αλληλουχία των γεγονότων ζωγράφισε γύρω από το αεροπλάνο μια περίεργα ενδιαφέρουσα ιστορία σε ένα ταξίδι που τυπικά δεν είχε ξεκινήσει ακόμα. Συνηδητοποίησα πως ακόμα και εάν ακολουθούσε ένα βαρετό διήμερο, είχα ήδη χαρίσει στον εαυτό μια όμορφη εμπειρία.

Έκατσα ήρεμος στην θέση μου μέσα στο αεροπλάνο και χρειάστηκαν αρκετά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω πως ο καλοντυμένος τύπος που καθόταν δίπλα μου και με κοίταγε έκπληκτος είχε συγκεκριμένο όνομα το οποίο το ήξερα. Πια η πιθανότητα? Ο Κώστας εργαζόταν σε μια εταιρία που υποστήριζε μηχανογραφικά πολυεθνικές και είχε πάει εκεί όπως και πολλά άλλα σκ για να επιβλέψει την κατάσταση. Θυμάμαι που δυσκολεύτηκα να απαντήσω στο πως βρέθηκα εγώ εκεί.

Στις 9 ήμασταν στο αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου. Περπάτησα λίγο την πόλη, πήγα σε ένα από τα μεγάλα εμπορικά του Βουκουρεστίου, πήγα σε ένα παλιό συνεργάτη για να μάθω ότι είχε φύγει πλέον από το Βουκουρέστι και το μεσημέρι βρέθηκα με το Κώστα σε ένα εστιατόριο να συζητάμε για μουσική και να πειράζουμε τις προκλητικές σερβιτόρες.

Θυμήθηκα που με ρώτησε για την Εκείνη. Όλοι οι παλιοί φίλοι με ρωτάγαν για Εκείνη και αυτό είχε κάνει την σύντομη συζήτηση που ακολουθούσε την ερώτηση κάπως τετριμμένη. Το χωρίσαμε, το πότε, το πέντε χρόνια (με το σιωπηλό «πότε έγιναν πέντε?»), το κρίμα και το ήσασταν πολύ ταιριαστό ζευγάρι, το γιατί, το απλά δεν πήγαινε. Μου έκανε εντύπωση που το θυμήθηκα. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου κλειδαμπαρωμένες σκέψεις χορέψανε στο χάδι της. Ώρα να κοιτάξω αλλού.

Η ιστορία από εκεί και μετά είναι όμως γνωστή. Τερματικός σταθμός, τρένο, οπάτια, ταξί, Ένα όνομα ξενοδοχείου γραμμένο σε ένα χαρτάκι, ένα ξενοδοχείο με όνομα γραμμένο σε ένα χαρτάκι, πρωινό με πορτοκαλάδα, ασανσέρ, διάδρομος, πόρτα.

Το 516 δεν ήταν γραμμένο σε κανένα χαρτάκι. Βρισκόταν σκαλισμένο στην πόρτα μπροστά μου, σε έναν διάδρομο στον πέμπτο όροφο του ξενοδοχείου. Δεν ξέρω γιατί περίμενα να μου μιλήσει ένα χάλκινο σχέδιο που απεικόνιζε τρεις αριθμούς. Δεν ξέρω γιατί δεν μου μίλησε. Και όταν η πόρτα άνοιξε και η Εκείνη έπεσε νυσταγμένη στην αγκαλιά μου, δεν ξέρω γιατί σταμάτησε να με απασχολεί.

John Harris - 'It's an illusion' talk at the Stoke 'Lawful Rebellion' Conference

John Harris - 'It's an illusion' talk at the Stoke 'Lawful Rebellion' Conference

αν μπορεις (Του Νομπελίστα Βρετανού συγγραφέα Ράντγιαρντ Κίπλινγκ)

Αν μπορείς να σαι ατάραχος όταν τριγύρω οι άλλοι,
σε σένα ρίχνουν τ άδικο μέσα στην παραζάλη.

Αν μπορείς όταν δισταγμούς για σε θα 'χουν εκείνοι,
Να 'χεις στη δύναμή σου εσύ κρυφή εμπιστοσύνη.
Αν μπορείς να σαι ακούραστος όταν προσμένεις κάτι,
Με ψέμα να μην απαντάς στων άλλων την απάτη,
Αν σε μισούν να μη μισείς κι ας είσαι πληγωμένος
Να μην είσαι ευκολόπιστος μήτε πονηρεμένος.

Αν μπορείς να ονειρεύεσαι και τα όνειρα να ορίζεις,
να σκέπτεσαι χωρίς ζωή στη σκέψη να χαρίζεις.
Αν στον Θρίαμβο και στη Καταστροφή έχεις την ίδια γνώμη,
Κι άσειστη θέληση να λες "βάστα καρδιά μου ακόμη".
Αν μπορείς την αλήθεια που 'χεις πει να δεις σακατεμένη,
Μια παγίδα για αφελής μα συ να επιμένεις.
Αν ότι αγάπησες μπορείς ρημάδι ν' αντικρίσεις,
με χαλασμένα σύνεργα το έργο να ξαναρχίσεις.

Αν όσα πλούτη κέρδισες μπορείς να τα σωριάσεις,
σ' ένα παιγνίδι τολμηρό να μη τα λογαριάσεις,
κι όταν χαθούν αχάλαστη να 'ναι η ζωή σου εσένα,
χωρίς να παραπονεθείς ποτέ για τα χαμένα.
Αν σκλάβα σου ν' έχεις μπορείς στη πράξη την καρδιά σου
Να βρεις το θάρρος που έμεινε πολύ καιρό μακριά σου.

Αν μες το πλήθος είσαι αγνός χωρίς να φεύγεις πέρα,
Κι αν όταν συναντάς και βασιλείς είναι μια ίδια μέρα.
Κι αν δεν μπορεί φίλος η εχθρός πίκρες να σε ποτίζει,
Κι αν εκτιμάς κάθε άνθρωπο μονάχα όσο αξίζει.
Κι αν το γοργό καιρό μπορείς σωστά να τον μετρήσεις
Και μέσα του κάθε στιγμή τους θησαυρούς να κλείσεις.
Όλα δικά σου γίνονται τότε σ΄ αυτή τη πλάση
κι είσαι άντρας άξιος που κανείς ποτέ δεν θα σε ξεπεράσει.

Στην Κ


F#m
A A9 Em7 G D A Bm7 F#m7 F#m7
Όταν κάποιο βράδυ θα σε ξυπνήσει απότομη η κραυγή σου
A C# 7 F#m7 Bm7 F#m7
και τρέξεις στη μαμά σου να το πεις
A A9 Em7 G D A Bm F#m7 F#m7
Κι εκείνη τρομαγμένη μες στο ψυγείο κλείσει τη φωνή σου
Bm7 D F#m Em#9 F#m7
θα 'ναι αργά μεσάνυχτα και θα 'χεις κουραστεί
Όταν θα αγαπήσεις το γέλιο σου και την αναπνοή σου
και δεις πως έχεις κάτι να μας πεις
Στο πλάι σου ο άνθρωπος που διάλεξες βιτρίνα στη ζωή σου
τριάκοντα αργύρια αντίτιμο σιωπής

Πες μας τι θα γίνει, αν κάποτε θ' αγγίξεις το κορμί σου
και το 'βρεις τσακισμένο απ' τις πληγές
Και γύρω σου κούκλες χλωμές ανίκανες ν' ακούσουν τη φωνή σου
κι οι αλήθειες σου να σέρνονται στο πάτωμα γυμνές

Μαύρη τρύπα.


Θέλω να έρθεις να με πάρεις.
Να με πιάσεις από το χέρι
δίχως λέξη!
να βρεθούμε σε ένα σπίτι έτοιμο
να καταποντιστεί.
Μην με κοιτάς
Εγώ δεν θέλω να κάνω τίποτα,
όλα εσύ θέλω να τα κάνεις.
Θέλω να τρελαθείς και να ουρλιάξεις
για όλα όσα ποτέ δεν κοίταξες στα μάτια.
Θέλω όλα σου τα απωθημένα να δω
και αν δεν έχεις
ευθείς αμέσως να αποκτήσεις
και αν πάλι δεν μπορείς
να υποκριθείς.
Μου κάνει και αυτό.
Θέλω να μας ακούσουν όλοι
αυτοί που για εμάς δεν θα υπάρχουν,
να τρίξουν οι καμπάνες και οι τοίχοι να χορέψουν.
σε ένα τραγούδι άσχημο
τραγούδι βουβό.
Θέλω να μου κάνεις έρωτα
σαν να μην υπάρξει ξανά στιγμή,
σκέψου σαν τελειώσουμε ότι θα χωρίσουμε
μαζί με την γη ολάκερη σε δύο
κομμάτια που θα τρέχουν αντίθετα με ταχύτητα ετών φωτός
μέχρι να φτάσουν στα άκρα του διαστήματος
και να διαλυθούν.
Όμοια σαν ένα δάκρυσε
ακουμπισμένο σε ένα βλέφαρο
Βλέμα που ανοίγει!
έτοιμο μάτι να αντιμετωπίσει την τρέλα μου.

Θέλω να σου πω σαγαπώ.

Θέλω να μου πω ψέματα.

Η θεωρία του γραμματοσήμου


Μια ενδιαφέρουσα θεωρία που συναντάμε συχνά στην καλύτερη περίπτωση σε συζητήσεις ελαφρότητας και πιο συχνά σε συζητήσεις προβληματισμού. Ειδικά σε γυναικείες συμβουλές ανάμεσα σε γυναίκες. Άλλη μια θεωρία που αποδεικνύει περίτρανα την καχυποψία και την μικρότητα των ανασφαλειών μας αλλά και την ανάγκη εξήγησης του ανεξήγητου. Αρκεί μια μικρή δόση λογικής ακουμπισμένη όπως όπως δίπλα σε κάτι δυσνόητο και παράλογο. Παράλογο πρωτίστως και χωρίς να αρνούμαστε αυτή του την ιδιότητα. Παιχνίδι με τους ίδιους κανόνες του παιχνιδιού κατά το οποίο ο άνθρωπος φτιάχνει θεούς να αποφασίζουν για αυτόν.



Καθ εικόνα και καθ ομοίωση του έρωτα της μεγάλης οθόνης ο λατρεμένος δεν μπορεί λεπτό χωρίς την πριγκηπέσα του. Αυτό είναι το πρότυπο το ορθό το λογικό και πρέπον. Όταν αποκλίνουμε από το μοντέλο κάτι δεν πάει καλά. Γιατί δεν νοείται έρωτας χωρίς ανασφάλεια, χωρίς την πλήρη και άνευ όρων παράδοση σε ένα εφήμερο όνειρο χωρίς τέλος χωρίς ενέσεις αυτοπεποίθησης από τρίτο χέρι, το χέρι του θεού.

Οφείλεις σου λένε να θες. Κάθε μέρα όλη μέρα. Μια καλημέρα το πρωί, μια κουβέντα το απόγευμα, μια καληνύχτα το βράδυ. Οφείλεις να χτυπάς την κάρτα, να κάνεις Log in το πρωί και να κερδίσεις την απομόνωση σου με ένα log out το βράδυ. Μερικά κουμπάκια, μια «καληνύχτα» και μια αναφορά παράδοσης.

Ειδάλλως πρέπει να μπει σε εφαρμογή το σχέδιο. Φτύσε το γραμματόσημο λοιπόν. Δείξε του ότι δεν ενδιαφέρεσαι. Δεν «καίγεσαι». Όταν νιώσει ότι δεν σε έχει δεδομένη θα τρέξει. Εξ ιδίων τα αλλότρια. Its my way or the highway αλλά μόνο που το highway είναι αδιέξοδο για εσένα. Κάνε τον να παλέψει να ζηλέψει να τρέξει και αν δεν τα κάνει τότε θα έχεις γίνει εσύ το γραμματόσημο. Το ξέρεις αυτό από την αρχή μα παίζεις σαν ηθοποιός στην ζωή σου.

Μα δεν αναρωτήθηκε ποτέ κανείς το τι γίνεται μετά τους τίτλους τέλους? Θα περπατάνε μια ζωή προς το ηλιοβασίλεμα αυτοί οι φανταστικοί νικητές των εχθρών του έρωτα?
Θέλω να με θέλει πολύ μα δεν θέλω να με θέλει πολύ. Δεν ξέρω πόσο θέλω να με θέλει αλλά δεν το ξέρω ότι δεν το ξέρω. Είναι παράλογο ΠΑΡΑΛΟΓΟ και μόνο η θεωρία του γραμματοσήμου το εξηγεί. Τι είναι αυτό γιατί συμβαίνει δεν μας ενδιαφέρει. Είναι το περίτεχνο δικό μου κουτί της Πανδώρας τυλιγμένο στους γόρδιους φόβους μου. δώσε μου ένα θεό να πιστέψω να σωθώ να ανταλλάξω το "γιατί" που με τρώει.

Μα αφού πιάνει το κόλπο.

Τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει άραγε ότι ένας λόγος για να σε θέλει κάποιος είναι επειδή τον φτύνεις? Και τι σημαίνει αυτό? Δεν σε θεωρεί δεδομένη. Αναρωτήθηκες ποτέ αν είσαι δεδομένη? Είναι η ανασφάλεια του, ο φόβος ότι θα σε χάσει αυτό που φέρνει τον έρωτα? Είναι ο έρωτας ανασφάλεια? Θες να σε ερωτευτεί κάποιος ή η ανασφάλεια του? η δική του κόντρα στην δική σου. Και όταν δεν είναι ανασφαλής? Και όταν δεν σε έχει ανάγκη από φόβο τότε ξαφνικά δεν σου κάνει. Αυτός που ελεύθερος από φόβους σε επιλέγει γίνεται τύραννος των δικών σου φόβων. Και οι φόβοι σου απλώνονται και σε γεμίζουν και δεν είσαι κάτι πέρα από αυτούς.

Τι το τόσο κακό έχει άραγε το να ζει κανείς με τους δικούς του ρυθμούς. Μακριά από κοινωνικά «πρέπει» να σε θέλει όταν σε θέλει και όχι όταν κουδουνίζει το χρονόμετρο ή στην καλύτερη το ημερολόγιο. Δεν είμαι ελεύθερος να μην σε θέλω όταν δεν σε θέλω? Δεν είσαι ελεύθερη και εσύ? Γιατί είναι τόσο κακό το να θέλω να ζωγραφίσω το πρόσωπο σου αντί να το δω μπροστά μου? Το να σε φαντάζομαι να χαμογελάς μακριά μου?

Άρχων η ανασφάλεια και τύραννος η απουσία της.

Οι έχοντες της επιστημονική μέθοδο και οι μη (οικοδομώντας τον πύργο της Βαβέλ)

Η γλώσσα και η σκέψη είναι έννοιες συνυφασμένες. Η γλώσσα αποτελεί ένα μέσο έκφρασης και στοιχείο αντίληψης. Παρόλο που γενικά η γλώσσα σαν λέξη και έννοια αναφέρεται σε συγκεκριμένο σημειακό σύστημα ήχων που προέρχονται από το στόμα (με χρήση της αναπνοής, των φωνητικών χορδών, της φυσικής οργανικής γλώσσας και γενικότερα της στοματικής κοιλότητας), γλώσσα αποτελεί κάθε σημειακό σύστημα όπως η νοηματική, η μουσική, ο χορός κτλ. Στο κείμενο όταν αναφέρουμε την λέξη «γλώσσα» θα αναφερόμαστε σε αυτήν την «γλώσσα του στόματος».

Ο λόγος που η ψυχολογία συνδέει τόσο άμεσα τις δύο αυτές έννοιες είναι γιατί μπορεί μεν η σκέψη να ήταν αυτή που γέννησε την ανάγκη για την επικοινωνία, αλλά και την γλώσσα ως μέσο κάλυψης αυτής της ανάγκης, αλλά η γλώσσα κατά την εξέλιξη της έφτασε τελικά να είναι το συνηθέστερο έδαφος ανάπτυξης της σκέψης. Έτσι ο κάθε άνθρωπος δεν μαθαίνει μόνο να μιλάει κάποια γλώσσα αλλά και να σκέφτεται σε αυτήν.

Οι γλωσσολόγοι (ή μεταγλωσσολόγοι) στην προσπάθεια απογύμνωσης του φαινομένου της αλλαγής της γλώσσας από την ηθική οπτική του, κατέληξαν στο ότι η γλώσσα είναι ένα δυναμικό πολυμιμίδιο που διαμορφώνεται από την ίδια την κοινωνία. Με αυτό το πολύ έξυπνο τρόπο ξεμπέρδεψαν φαινομενικά με το ηθικό κομμάτι του αν για παράδειγμα είναι καλό στην ελληνική να αντικατασταθούν όλα τα «ι» («ει», «υ», «η» κτλ) με το «ι» (γιώτα). Αυτό πλέον δεν είναι θέμα που πρέπει να λύσει η γλωσσολογία αλλά η ηθική και συγκεκριμένα η μεταηθική.

Η λέξη «φαινομενικά» τοποθετείται γιατί δεν έχει καθοριστεί το εάν και πόσο η ηθική οφείλει να απασχολεί τους επιστήμονες, στα αντίστοιχα πεδία τους. Και αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα με τεράστιες προεκτάσεις για την θεώρηση του κόσμου μας και του ρόλου μας μέσα σε αυτόν, στο οποίο αξίζει να προβληματιστούμε, και να το εξετάσουμε κάποια στιγμή.

Επιστρέφοντας όμως στο θέμα, και πέρα από ηθικές ή μη προεκτάσεις του ζητήματος, αυτό που συνάγεται και πρέπει να τονιστεί είναι ότι η γλώσσα ως προϊόν της σκέψης δεν μπορεί να είναι κάτι το απόλυτα αντικειμενικό. Βασίζεται σε κοινωνικές και ατομικές ανάγκες. Υπάρχουν λαοί για παράδειγμα που δεν έχουν όνομα για το χρώμα «κόκκινο» και αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ή δεν βλέπουν το κόκκινο χρώμα αλλά ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να το ονοματίσουν. Αυτό κάνει προφανές το ότι η γλώσσα από μόνη της δεν αρκεί για να πραγματοποιηθεί η επικοινωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων. Έρευνες μάλιστα έχουν καταλήξει στο ότι το 80% της επικοινωνίας οφείλεται σε παράγοντες άλλους από την χρήση της γλώσσας, όπως ο τόνος της φωνής, οι κινήσεις του σώματος, η αύρα κ.α.

Έτσι, ο γραπτός λόγος είναι προφανές του ότι στερείται εργαλείων επικοινωνίας. Πέραν όμως τούτου, η γλώσσα, είτε αποδίδεται προφορικά είτε γραπτά, δεδομένου του ότι αποτελεί ένα σύστημα είναι διδάξιμο. Οπότε για να μπορέσει αυτό το 20% που απομένει στον γραπτό λόγο, να διατηρηθεί θα πρέπει ο χρήστης αλλά και το ακροατήριο του να έχει επαρκή γλωσσική αγωγή. Όσο αυτή αυξάνεται τόσο βελτιώνεται η επικοινωνία.

Το πρόβλημα όμως που έντεχνα κρύβεται κάτω από αυτή την διαπίστωση είναι το ότι όταν στερούμαστε γλωσσική αγωγή δεν είναι μόνο η ικανότητα μας για επικοινωνία που αποδυναμώνεται αλλά και η ίδια η ικανότητα μας για σκέψη (σκεφτόμαστε με λέξεις αν θυμάστε), και έτσι όχι μόνο δεν ξέρουμε να μιλάμε αλλά τελικά ούτε και να σκεφτόμαστε.

Προς θεού μην μπερδευτείτε φέρνοντας ως παράδειγμα απλά αντικείμενα όπως ένα μήλο. Ένα μήλο για να το σκεφτεί κάποιος δεν χρειάζεται να είναι εκπαιδευμένος στην γλώσσα, αυτό είναι σίγουρο. Όμως είναι επίσης σίγουρο ότι όσα και αν του πέσουν στο κεφάλι δεν θα γίνει Νεύτωνας. Το πρόβλημα έγκειται σε πιο πολύπλοκες έννοιες και κυρίως σε μη αντιληπτές δια των αισθήσεων έννοιες και πράγματα. Η ψυχολογία και εδώ μας προστατεύει μαθαίνοντας μας πως και η σκέψη είναι παράγοντας γνώσεων όσο και οι αισθήσεις παρόλο που αυτές είναι πρωτεύουσες.

Συγκεκριμένα, η επιστήμη χρησιμοποιεί τεκμηριωμένη και ταξινομημένη γνώση για να παράγει άλλη. Χτίζεται λοιπόν ένα ολόκληρο οικοδόμημα η σταθερότητα του οποίου κρίνεται στην «καθαρότητα» των βημάτων του. Όσο πιο ξεκάθαρο το ένα βήμα τόσο πιο στέρεο το επόμενο. Η επιστήμη λοιπόν δεν χωράει υποκειμενισμούς. Για αυτό το λόγο στην επιστήμη έχουμε της λεγόμενες «σχολές». Οι σχολές αν τις εξετάσετε αποτελούν προσεγγίσεις του ίδιου θέματος από, πολύ συχνά, ανεπαίσθητα διαφορετικές οπτικές γωνίες. Αυτό οφείλεται στην υποκειμενική διαβάθμιση προτεραιοτήτων του εκάστοτε επιστήμονα, η οποία είναι τέτοια που υπακούει τις δικές του πραχτικές προσωπικές ανάγκες βάσει των οποίων δημιουργήθηκε. Τις περισσότερες δε φορές η «σύγκρουση» τέτοιων σχολών καταλήγει σε διαπραγμάτευση αξιωματικών θέσεων. Επίσης τις περισσότερες φορές το γνωστικό αποτέλεσμα είναι τόσο όμοιο που η τεχνολογική του εφαρμογή δεν περιορίζεται από την διαμάχη των αξιωμάτων των «σχολών»

Δυστυχώς δεν μου έρχεται κάποιο προφανές πραγματικό και εύκολα εξηγήσιμο παράδειγμα «σχολών», και δεν είναι ώρα τώρα να ανατρέξω σε επιστημονικά άρθρα ή βιβλία που θα αφορούν σε εξειδικευμένα πράγματα τα οποία μετά θα πρέπει και να εξηγήσω επαρκώς για να έχουν θέση σε ένα εκλαϊκευμένο κείμενο σαν και αυτό. Οπότε τα κοάλα κανένα και τέλος με αυτό.

Το ωφέλιμο συμπέρασμα λοιπόν σε αυτό το σημείο, και πρακτικά εφαρμόσιμο είναι το ότι οφείλουμε να είμαστε πολύ ανοιχτοί όταν συζητάμε. Ιδιαίτερα στον γραπτό λόγο απαιτείται τεράστια προσοχή σε αυτά που γράφουμε και ακόμα μεγαλύτερη σε αυτά που διαβάζουμε καθώς a priori στερούμαστε το 80% της δυνατής επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τις περισσότερες φορές μετά από μια συζήτηση όλοι οι εμπλεκόμενοι φεύγουν από το τραπέζι όχι μόνο έχοντας την ίδια θέση αλλά και περισσότερα επιχειρήματα να την στηρίξουν. Είναι πάρα πολύ δύσκολο για κάποιον να αποδεχθεί ότι έκανε λάθος σε κάποια θέση του την οποία έχει υποστηρίξει πρακτικά στην ζωή του και βάσει της οποίας στην καλύτερη φιλτράρισε το περιβάλλον του και στην χειρότερη το διαμόρφωσε. Επίσης είναι πολύ δύσκολο να διαπραγματευτεί αξιώματα και προτεραιότητες καθότι απαιτείται η αντίθετη θέση να έχει λάβει υπο όψη της και να έχει διαμορφωθεί από τις ίδιες πρακτικές ανάγκες.

Back to the point

Είναι πολλές φορές που όλοι μας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με ανθρώπους που μας γοήτευε η ομιλία τους. Έχουμε πει ή έχουμε ακούσει για παράδειγμα φράσεις τύπου «μιλάει πολύ ωραία αυτός» ή «χαίρεσαι να τον ακούς» ή «έχει τρομερή πένα» κτλ. ή ίσως πιο συχνά έχουμε ξεχωρίσει δασκάλους βάσει της μεταδοτικότητας τους. Ο λόγος είναι ίδιος και αφορά κυρίως στην ικανότητα χρήσης της γλώσσας. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν βρει το παράθυρο –που συνιστά σε τρόπο- να μιλούν ξεκάθαρα και το αποτέλεσμα είναι ομολογουμένως ευχάριστο γιατί η γνώση τους μας διοχετεύεται τρόπον τινά ενέσιμα. Το ερώτημα που εγείρεται είναι αν υπάρχουν ειδικοί στην συζήτηση και στην σκέψη.

Αυτό το ερώτημα μαίνεται, τουλάχιστον στην αντίληψη μου, ως μια «διαμάχη» για το δικαίωμα του λόγου ανάμεσα σε επιστήμονες και μη, και ειδικά ανάμεσα σε κατόχους κάποιου πτυχίου ανώτερης εκπαιδευτικής σχολής και μη. Είναι κάτι που το συναντάω πολύ συχνά στην ζωή μου συνήθως καλυμμένο κάτω από προσωπικές διαμάχες. Ποιοι άραγε έχουν το «δικαίωμα της άποψης»?

Έχουμε δεχτεί ότι η γλώσσα είναι κάτι στο οποίο εκπαιδευόμαστε, και το ότι η γνώση της γλώσσας βελτιώνει την σκέψη. Επίσης νομίζω πως είναι προφανές ότι η καλύτερη μέθοδος απόκτησης γνώσης είναι η επιστημονική μέθοδος, και πως ο απόφοιτος ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος έχει υπάρξει επαγγελματίας μελετητής. Αν αυτά τα πετάξουμε σε ένα σέηκερ με μια κουταλιά φαντασίας, δύο κουταλιές αριστοτελικής λογικής και μια κουταλιά σημαντικές λεπτομέρειες και τα ανακατέψουμε λίγο αυτά που θα πέσουν στο δοχείο των συμπερασμάτων είναι αφενός το ότι ο απόφοιτος κάποιας ανώτερης σχολής έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει σε διαγωνισμό σκέψης απέναντι σε κάποιον που δεν έχει αποφοιτήσει, και αφετέρου το ότι ίσως γλυτώσαμε μερικές ακόμα παραγράφους που θα επιχειρηματολογούν για τα αυτονόητα.

Σε καμία περίπτωση βέβαια αυτή η παραδοχή αυτής της πιθανότητας δεν αρκεί για να βγάλουν το σκασμό όσοι δεν έχουν πάει σε πανεπιστήμιο (δυστυχώς). Αρκεί όμως για να καταλάβουμε γιατί αυτοί που έχουν πάει «σνομπάρουν» εκείνους που δεν έχουν πάει και πολύ συχνά αρνούνται να συνδιαλεχθούν μαζί τους.

Βασικά, αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι είναι εφικτή η σύγκριση ικανότητας σκέψης και ομιλίας και ότι κάποιοι (αναγκαστικά) είναι καλύτεροι σε αυτό από άλλους ομοίως όπως κάποιοι παίζουν καλύτερα κιθάρα από άλλους ή είναι καλύτεροι κολυμβητές. Και ενώ εκεί δεχόμαστε αξιωματικά το ότι είναι καλύτεροι και κατ’ επέκταση μόνο ερωτήσεις μπορούμε να κάνουμε όταν για παράδειγμα βρεθούμε σε μια παρέα κιθαριστών που συζητάνε για κιθάρες, ουδέποτε δεν αναλογιζόμαστε πως πρέπει να συμπεριφερθούμε όταν στη συζήτηση δεν βρίσκεται κάποιος «ειδικός». Πόσο μάλλον όταν τα θέματα που συζητάμε δεν είναι επιστημονικά εξειδικευμένα και πόσο μάλλον όταν οι ίδιοι οι επιστήμονες αρνούνται να αποδεχτούν το βάρος της ηθικής οπτικής και ανάλυσης του επιστημονικού πεδίου με το οποίο καταπιάνονται. Αναγκαστικά για παράδειγμα η συζήτηση περί «ηθικής» δεν έχει ειδικούς, και αναγκαστικά όλοι είναι εξίσου ειδικοί. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε ότι έχει να κάνει με την φιλοσοφία (η ηθική είναι φιλοσοφία).

Εντέλει όμως η φιλοσοφία είναι επιστήμη. Και όχι μόνο. Είναι η μητέρα όλων των επιστημών αφού όλες οι επιστήμες προέκυψαν από αυτή. Το Wikipedia αναφέρει σχετικά:

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λέξη φιλοσοφία ετυμολογικά είναι σύνθετη και προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό φιλείν (που σημαίνει αγάπη) και τη λέξη σοφία. Η φιλοσοφία ασχολείται με ερωτήματα ή απορίες που μπορούμε να αποκαλέσουμε οριακά, θεμελιώδη, ή έσχατα. Η αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήματα που πιθανά ξεπερνούν τις ανθρώπινες γνωστικές δυνατότητες, ακόμα κι αν αυτά παραμείνουν τελικά αναπάντητα, βοηθά στη διερεύνηση των ορίων της ανθρώπινης σκέψης. Δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι φιλοσοφία είναι σκέψη πάνω στην ίδια τη σκέψη και τις δυνατότητες της[1].

Οι εκάστοτε φιλόσοφοι, σύμφωνα με το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσάπτουν στη φιλοσοφία, δημιουργούν και το ανάλογο φιλοσοφικό ρεύμα.

Γενικώς θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς ότι φιλοσοφική σκέψη είναι η διανοητική διερεύνηση βαθέων ερωτημάτων για την σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και την θέση του σ’ αυτόν. Η φιλοσοφία βέβαια δεν αρκείται στην ανάλυση της πραγματικότητας του εμπειρικού κόσμου, αλλά διατυπώνει προτάσεις για την αλλαγή του. Ένας φιλόσοφος δεν αρκείται στο να διατυπώσει πώς έχουν τα πράγματα, αλλά προχωρά και σε συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα μπορούσαν να είναι.

Εύστοχα ο Bertrand Russell διατυπώνει πως φιλοσοφία είναι μια δεξαμενή γνώσεων που ακόμα είναι ανέτοιμες προς εξειδικευμένη επιστημονική διαπραγμάτευση. Επομένως, όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί άλλωστε, η φιλοσοφία είναι η επιστήμη των επιστημών, ο κορμός της διεπιστημονικής γνώσης, ο άσβεστος πόθος αναζήτησης του ανθρώπου. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι σύγχρονες θετικές επιστήμες (Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία, Ιατρική, Αστρονομία κ.α.) αλλά και μεταγενέστερες θεωρητικές (Ψυχολογία, Κοινωνιολογία κ.α.) ξεπήδησαν από το φιλοσοφικό στοχασμό.

Παρόλο το εύρος της έννοιας της Φιλοσοφίας, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι πρόκειται για επιστήμη (και μάλιστα τη "μητέρα" επιστήμη όπως είδαμε). Επομένως η μέθοδος ενός στοχασμού ώστε αυτός να ονομασθεί φιλοσοφικός πρέπει να τηρεί συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια και στάδια. Αυτά τα στάδια είναι εκείνα της Παρατηρήσεως, της Υποθέσεως, του Πειράματος, της Απόδειξης και της Επαναλήψεως. Ο φιλοσοφικός στοχασμός απαραίτητα πρέπει να εγκολπώνει την επιστημονική αποδεικτική διαδικασία.

Αν δεχθούμε τα παραπάνω οφείλουμε να δεχθούμε νομίζω και το γεγονός ότι μπορεί η φιλοσοφία να είναι «ανάγκη» για τον άνθρωπο αλλά δεν δικαιούται ο καθένας να λειτουργεί ως φιλόσοφος. Άλλωστε και το φαγητό είναι ανάγκη αλλά αυτό δεν σε κάνει μάγειρα (αν δεν με πιστεύετε ελάτε να σας κάνω το τραπέζι).

Οκ όλα καλά μέχρι εδώ το μόνο που μένει σε εκκρεμότητα είναι να καθοριστεί ο επιστήμονας.

Σε μια παρέα ανθρώπων που γνωρίζονται μεταξύ τους τα πράγματα είναι εύκολα. Σε έναν ανοιχτό χώρο όμως δεν είναι. Επειδή λοιπόν δεν είναι δυνατόν για κάθε τι που λέει κάποιος σε μια ανοιχτή συζήτηση να σπεύδουμε να ανιχνεύσουμε το εάν αυτά που λέει είναι αλήθεια ή μπούρδες οφείλουμε όλοι σε ότι λέμε να το λέμε σαφώς να το τεκμηριώνουμε επαρκώς και να επισυνάπτουμε ή να αναφέρουμε και σχετικές πηγές που να αποδεικνύουν τα αξιώματα του συλλογισμού μας.

Αυτό νομίζω ότι εννοούσε η ρήση «δεν έχουν όλοι δικαίωμα στην άποψη». Είναι τουλάχιστον υποτιμητικό να εκφέρουμε απόψεις σε θέματα για τα οποία έχουν γραφτεί τόνοι βιβλίων. Η σωστή συζήτηση γίνεται ως εξής. Ρωτάω κάτι στο οποίο δεν έχω επιστημονική γνώση, απαντάω σε κάτι που έχω επιστημονική γνώση και το τεκμηριώνω και επιστημονικά. Εάν δεν έχω επιστημονική γνώση δεν μιλάω. Εάν κανείς δεν έχει επιστημονική γνώση συζήτηση δεν γίνεται και απάντηση δεν δίνεται.

Επειδή ο χρόνος είναι πολύτιμος.

Απόψεις γιόκ.

Περι λογικης: magicicada septendecim




magicicada septendecim, ωραίος τίτλος για άρθρο δεν συμφωνείτε? πάντα έτσι είναι με τα λατινικά. πάντα έτσι είναι με τα σπάνια.

λοιπόν...

το "magicicada septendecim" είναι όνομα μιας φυλής τζιτζικιών, και συγκεκριμένα είναι ακριβώς αυτό που βλέπετε στην φωτογραφία σε μια κάπως "άσεμνη" στάση, (τους έλαχε μπανιστιρτζής φωτογράφος δεν είναι ότι είναι ανήθικα)


και ναι, εσείς διαβάζετε ένα άρθρο που αφορά στην "Λογική" και όχι στην "βιολογία". Φαντάζομαι ότι τώρα κάπου στο βάθος του μυαλού σας περνάει μια σκέψη που εάν την φέρνατε στο στόμα σας θα ακουγόταν κάπως έτσι: "τι σχέση μπορούν να έχουν τα τζιτζίκια με την λογική"

αυτό που ακολουθεί είναι ένα πολύ όμορφο παράδειγμα της επιστημονικής σκέψης από το βιβλίο Simon Singh με τίτλο «Το τελευταίο θεώρημα του Φερμά», (εκδόσεις ΤΡΑΥΛΟΣ) το οποίο θα μπορούσα να πω πως είναι για τα μαθηματικά ότι το «ο κοσμος της Σοφίας» για την φιλοσοφία.


«Όπως ακριβώς βρέθηκ ο ρόλος των πρώτων αριθμών στην κατασκοπία, έτσι και αυτοί εμφανίζονται στον φυσικό κόσμο. Τα περιοδικά τζιτζίκια,ειδικότερα τα magicicada septendecim, έχουν το μεγαλύτερο κύκλο ζωής από όλα τα άλλα έντομα. Ο μοναδικός αυτός κύκλος ζωής αρχίζει κάτω από το έδαφος, όπου οι νύμφες ρουφούν υπομονετικά το χυμό από τις ρίζες των δέντρων. Κατόπιν, έπειτα από 17 χρόνια αναμονής, τα ενήλικα τζιτζίκια βγαίνουν από το έδαφος, μαζεύονται και προσωρινά κατακλύζουν το τοπίο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ζευγαρώνουν, γεννούν τα αυγά τους και πεθαίνουν.
Το ερώτημα που προβλημάτιζε τους βιολόγους ήταν το «γιατί ο κύκλος ζωής του τζιτζικιού είναι τόσο μακρύς. Σημαίνει άραγε κάτι, το γεγονός ότι αυτός ο κύκλος ζωής είναι πρώτος αριθμός ετών.

Μια θεωρία διατυπώνει την άποψη ότι το τζιτζίκι προσπαθεί να αποφύγει ένα παράσιτο με επίσης μεγάλο κύκλο ζωής. Αν το παράσιτο έχει κύκλο ζωής λ.χ. δύο χρόνια, τότε το τζιτζίκι θέλει να αποφύγει έναν κύκλο ζωής που διαιρείται με το 2, αλλιώς το παράσιτο και το τζιτζίκι θα συμπίπτουν χρονικά. Ομοίως και εάν ένα παράσιτο έχει κύκλο ζωής 3 χρόνια κτλ. Τελικά η καλύτερη επιλογή του τζιτζικιού είναι να έχει κύκλο ζωής που να διαρκεί πρώτο αριθμό ετών. Έτσι αν το τζιτζίκι έχει 17ετή κύκλο ζωής σπάνια θα συναντήσει το παράσιτο. Αν το παράσιτο έχει κύκλο ζωής 2 έτη, θα συναντιόνται μόνο κάθε 34 χρόνια, ενώ αν έχει μεγαλύτερο, λ.χ. 16 χρόνια θα συναντούνται μόνο κάθε 272 έτη.

Το παράσιτο για να αντεπιτεθεί, διαθέτει μόνο δύο κύκλος ζωής που αυξάνουν τη συχνότητα σύμπτωσης, τον ετήσιο κύκλο και τον 17ετή κύκλο όπως το τζιτζίκι. Πάντως είναι απίθανο να επιβιώσει ένα παράσιτο επανεμφανιζόμενο 17 έτη στη σειρά, αφού τις πρώτες 16 εμφανίσεις του δεν θα υπάρχουν τζιτζίκια να παρασιτήσει. Από την άλλη με σκοπό να φτάσουν τον 17ετή κύκλο ζωής, ι γενεές των παρασίτων θα έπρεπε να εξελίσσονται κατά το 16ετή κύκλο ζωής. Αυτό θα σημαίνει ότι σε κάποιο στάδιο της εξέλιξης το παράσιτο και το τζιτζίκι δεν θα συνέπιπταν για 272 χρόνια. και στις δύο περιπτώσεις, ο μακρύς κύκλος πρώτων αριθμών ζωής του τζιτζικιού το προστατεύει.

Το γεγονός αυτό εξηγεί ίσως την αιτία που το υποτιθέμενο παράσιτο δεν έχει βρεθεί ποτέ!
Και το αποτέλεσμα είναι ένα τζιτζίκι με 17ετή κύκλο ζωής που όμως πλέον δεν το χρειάζεται


Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι όταν διάβαζα τις τελευταίες δύο γραμμές του αποσπάσματος αυτού, ένιωσα σχεδόν ηδονή. λίγο οι τρίχες που σηκώθηκαν σε όλο μου το σώμα, λίγο το χαμόγελο που ζωγραφίστηκε στα χείλια? λίγο μια ψυχική ανάταση που με έκανε να θέλω να αγκαλιάσω τον γάτο μου?. λίγο ότι ζορίζομαι να το δημοσιεύσω? τι να σας πω δεν ξέρω.

Ο λόγος που διαβάζω όσο περισσότερο μπορώ, είναι ο λόγος που όταν έχω να μελετήσω καιρό νιώθω τέτοια παρακμή που σχεδόν αμέσως αρρωσταίνω.

Πραγματικά ένας από τους λόγους που θέλω να αλλάξει ο κόσμος (και όχι να γίνω πλούσιος) είναι για να έχω εγώ όσο χρόνο θέλω να διαβάζω βιβλία (να γίνω πραγματικά πλούσιος).

ο πύργος της βαβέλ

Κάθεσαι... και την ακούς προσεκτικά, οι λέξεις πέφτουν βροχή σαν κομμάτια παζλ στο πάτωμα και εσύ αναρωτιέσαι. Το μυαλό αγγίζει τα όρια του καθώς προσπαθείς να κατανοήσεις τα νοήματα που παραλείπονται και γρήγορα να καλύψεις τα συλλογιστικά κενά. Σύντομα η ώρα έρχεται και καταλαβαίνεις ότι δεν φταις εσύ. Καταλαβαίνεις ότι είσαι μάρτυρας μιας συνειρμικής ασύνδετης φρασεολογίας.

Σύντομα έρχεται η ώρα που λες

«Ώπα» μαζί με «έλεος» μαζί με «άκυρο» μαζί με «όχι ρε πούστη» και «αμάν»

Αλλά αυτό που ακούγεται τελικά είναι ένα:

«δεν παίζει» ή ένα «δεν έχεις δίκιο» ή ένα «δεν είναι έτσι»

Και τότε εκείνη σε κοιτάει περίεργα και φανερά ενοχλημένη. Δίκιο λες έχει γαμώτο πάλι την ίδια μαλακία έκανα. Έπρεπε να πω κάτι άλλο. Κάτι σε:

«συγνώμη λίγο», ή κάτι σε «ένα λεπτό» ή κάτι σε «περίμενε»

Έτσι για να μην παρεξηγηθεί. Να μην νομίζει ότι το παίζεις μάγκας και υπονοήσεις ότι εκείνη είναι μια ηλίθια ξανθιά. Η ευκαιρία ξανάρχεται και τότε πάλι όμως έχεις πλέον στιγματιστεί. Το ίδιο κάνεις απλά τώρα το κρύβεις. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι φαίνεται να έχεις δίκιο. είσαι πονηρός και εκείνη καχύποπτη. Το πάθος ανεβαίνει και σκιάζειτην λογική. Τώρα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα.

- Ενώ εσύ είσαι καλύτερος?
- όχι, αλλά τι σχέση έχω εγώ?
- ναι βέβαια, εσύ δεν έχεις σχέση, εσύ τα ξέρεις όλα ...

Πάλι γαμώτο. Τελικά πάλι το ίδιο λάθος έκανα και προσπάθησα να το διορθώσω κάνοντας πάλι το ίδιο λάθος που κάνω όταν κάνω το πρώτο λάθος. Από την αρχή έπρεπε να προτάξω την σεμνότητα και την σοφία. Να πω κάτι σε

«α! έχεις απόλυτο δίκιο, συμφωνώ βεβαίως έτσι είναι, πράγματι και πολύ όμορφα το έθεσες *μικρή παύση και μετά* αλλά ρε συ… ξέρεις τι σκέφτηκα μόλις τώρα? Λες να παίζει ρόλο το….»

και μόλις το λες τότε έρχεται η κεραμίδα τύπου «όχι μην είσαι χαζός» τοποθετημένη σε μια άχαρη παρένθεση ή ακολουθούμενη από μια μακρόσυρτα ενοχλητική τελεία.

ο εγκέφαλος και ο εγωισμός κάπου εδώ αρχίζουν και ιδρώνουν. Σύντομα φανερά ενοχλημένος καταφεύγεις στα αληθινά όπλα:

«ξέρεις όμως… η φιλοσοφική προέκταση των νέων εργαλείων που χάρισε στην επιστημονική κοινότητα η μαθηματική ένωση των ελλειπτικών εξισώσεων και των μορφών modular δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης εκτός και εάν έχεις βρει κάποιο προφανές σφάλμα στην απόδειξη του θεωρήματος του Φερμά κόντρα σε όλη την επιστημονική κοινότητα της ανθρωπότητας που προσπαθούσε επί 300 σχεδόν έτη.

Και εκεί αν εξαιρέσεις το φανερά ανοιχτό στόμα σε κοιτάει όπως την κοίταγες και εσύ πριν λίγο. Προσπαθώντας να κρύψεις το ότι δεν καταλαβαίνεις.













Πολλές φορές ο καιρός ξαφνικά φαίνεται να έχει περισσότερο ενδιαφέρον.

Μερικές φόρες όμως σε ρωτάει τι εννοούσες και εσύ δυσκολεύεσαι να παραμείνεις ξενέρωτα λογικός κόντρα στην αποστομωτική και απολύτως αποτελεσματική γοητεία του παραλόγου.

Θέλεις να επικοινωνήσεις μα νιώθεις απελπιστικά μόνος σε αυτή τη δύσκολη προσπάθεια. Θέλεις να πεις «σε παρακαλώ όταν θα μιλάς μαζί μου να προσέχεις την κάθε σου λέξη και να σκέφτεσαι πολύ προτού μιλήσεις και να φροντίζεις να είσαι σίγουρη ότι κατάλαβες τι άκουσες», όχι από εγωισμό επειδή το κάνω εγώ, όχι επειδή είμαι πιο έξυπνος και θέλω να σε μειώσω. Όχι γιατί είσαι πιο όμορφη και θέλω να σε ρίξω. Επειδή πρέπει να προσπαθήσουμε και οι δύο σε αυτό το δύσκολο αγώνα που λέγεται επικοινωνία. Επειδή και οι δύο είμαστε ανειδίκευτοι εργάτες στον πύργο της Βαβέλ. Στο οικοδόμημα της λογικής και της γλώσσας.

Και τότε ίσως σε κοιτάξει και πει: «περίεργος είσαι του λόγου σου». Και τότε θα είσαι ευτυχής. Και τότε θα συμπληρώσει «πολύ περίεργος όμως», θα γυρίσει την πλάτη και θα φύγει.

«Τώρα στα 45 μου θέλω μια γυναίκα με μεγάλα βυζιά» όπως λέει και το ρητό.

Όχι μην μπερδεύεστε. Το θέμα δεν είναι οι γυναίκες. Αυτό λύνεται πανεύκολα με ένα ακριβό σπορ αυτοκίνητο και ένα καλό σακάκι. Όταν τα έχεις αυτά δεν χρειάζεται καν να αυθυποβάλλεις τον εαυτό σου ότι έχεις την απόλυτη αυτοπεποίθηση. Αυθυποβάλλονται οι άλλοι για εσένα ότι την έχεις.

Το θέμα είναι ότι τελικά το μόνο που μένει είναι ο καιρός και το σεξ. Χτες είχε συννεφιά και το κάναμε παραδοσιακά. Σήμερα έχει λιακάδα θα κάνουμε 69. Αύριο που θα συννεφιάσει θα σε πάρω στον αφυγαντηγά. (όχι δεν είναι λάθος η λέξη, είναι συνταγή με 1/3 ποιητική αδεία για την ομοιοκαταληξία, 1/3 από γαλλική αξάν για τον ερωτισμό και 2/3 από την πρακτική ανάγκη για λιγότερο ιδρώτα)

Τχεμπιάν λοιπόν. Και σύντομα: σαλού. Και μετά στο δρόμο για αλλού.

Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι αυτά φαίνονται από την αρχή. Μπορείς πολύ εύκολα να πεις «άη χέσου μωρή ηλίθια» και να ξεμπερδέψεις. Θα μπορούσες βέβαια να μην πεις και τίποτα αλλά το κακό με τους λιγομίλητους είναι ότι είναι μυστήριοι και κατ’ επέκταση γοητευτικοί. Οπότε πριν το καταλάβεις θα έχεις βρεθεί σε ένα όμορφο καφέ να την ακούς προσεκτικά και οι λέξεις να πέφτουν βροχή σαν κομμάτια παζλ στο πάτωμα και εσύ να αναρωτιέσαι:

Τι σκατά κάνω λάθος? Που στο καλό πήρα την λάθος στροφή και βγήκα τόσο ανώμαλος?

ένα άλυτο αίνιγμα
έξω από την πόρτα σου
ένα ομιχλώδες ερωτηματικό
κάτω από την γλώσσα σου
ένα κέρινο σχοινί
γύρω από το σώμα σου.



ενίοτε τυχαίνει να στέκεσαι μόνος στον βραδινό ουρανό. Και να ρωτάς:

Πώς να αγγίξω τους ανθρώπους? Πώς να αφήσω αυτούς να αγγίξουν εμένα.
που είναι αυτός ο θεός που μας έδωσε χέρια να χτίζουμε και όνειρα για να γκρεμίζουμε.

Περί ισότητας.

Λέξη με μεγάλη δύναμη. Λέξη αγαπημένη, γυναικών, ανδρών, παιδιών. Μα κυρίως λέξη κατατρεγμένων. Γιατί εκείνοι που είχαν δύναμη, την ισότητα ποτέ δεν την θέλησαν.

Ισότητα των φύλων, ισότητα στην απασχόληση, ισότητα στις προσβάσεις, ισότητα στις επιλογές?.

Μα τι θα πει ισότητα τελικά? Να ένας συμπαθητικός ορισμός:

Τα συντάγματα όλων των ελευθέρων κρατών διακηρύσσουν την ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, δηλ. ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις απέναντι στο νόμο (της κοινωνίας) και στο κράτος. Η ισότητα των ανθρώπων είναι ανεξάρτητη του φύλου (άντρας ή γυναίκα), του χρώματος (λευκός ή μαύρος), της κοινωνικής θέσης κλπ.


(ορισμός από το LivePedia)



Αυτή είναι η πιο πρακτική έννοια. Ισότητα των ανθρώπων αναφορικά με την ιδιότητα τους να είναι μέλη μίας κοινωνίας. Ίσως εδώ θα πρέπει να αποδεχθούμε εξ αρχής ότι η ισότητα σαν έννοια περιορίζεται στην κοινωνία και δεν αφορά το φυσικό περιβάλλον.
Όχι ότι εκεί δεν παρουσιάζονται ισότητες σε κάποια πράγματα, κάθε άλλο, αλλά δεν θα πρέπει να επιτρέπουμε στην συλλογιστική μας να μπερδεύεται. Η ισότητα αφορά την ανθρώπινη κοινωνία και τίποτα πέρα από αυτήν. Έτσι ορίζεται άλλωστε.

Οπότε θεωρώ φρόνιμο να προσθέσουμε ένα επίθετο στο θέμα της συζήτησης (του μονόλογου εν προκειμένου) και να το πούμε: «περί κοινωνικής ισότητας».

Ερώτηση: η κοινωνία παράγει μέλη? Όχι. Η φύση τα παράγει. Τα μέλη που παράγει η φύση τα παράγει έτσι ώστε να είναι όλα σε θέση από φυσικής άποψης, να «υπηρετήσουν» τον νόμο της κοινωνικής ισότητας? Όχι. Κάποιοι δεν είναι. Ποίοι δεν είναι?

Καταρχάς δεν είναι οι ανάπηροι. Ασχέτως του αν γεννηθήκαν έτσι ή αν το αποκτήσαν κάπως, αυτό δεν μας αφορά, υπάρχουν. Για παράδειγμα ένας τυφλός δεν έχει το δικαίωμα να οδηγεί αυτοκίνητο. Και φρονίμως δεν το έχει. Οπότε αυτός πρακτικά δεν είχε τα ίδια δικαιώματα απέναντι στο νόμο και το κράτος.

Αν το πάμε λίγο παραπέρα και εξετάσουμε μια λογική και ορθή φαινομενικά ως προς την αρχή της κοινωνικής ισότητας, λειτουργία της κοινωνίας θα δούμε πως η προσπάθεια για κοινωνική ισότητα κόντρα στην φυσικά ανισότητα, καταλύει τον εαυτό της.

Γιατί έχουμε κληθεί να διορθώσουμε αυτή την ασυμβίβαστη με την κοινωνική ισότητα φυσική πραγματικότητα, δίνοντας προσβάσεις στους ανάπηρους και προσπαθώντας γενικώς να τους βοηθήσουμε στο να είναι ίσοι. Ορίζουμε έτσι το ποιοι είναι οι ανάπηροι αυτοί και βοηθάμε αυτούς περισσότερο από τους υπόλοιπους. Δίνουμε δηλαδή περισσότερα δικαιώματα και λιγότερες υποχρεώσεις ως αντιστάθμιση. Με αφανή τρόπο έτσι καταλύουμε την αρχή αυτή της κοινωνικής ισότητας. Κάποιοι καλώς ή κακώς δεν έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις. Μπορούμε να δεχθούμε βέβαια ότι σε κάποιο βαθμό είναι μια αποδεκτή απόκλιση. Ο βαθμός όμως αυτός, αν το εξετάσουμε πιο προσεχτικά δεν είναι και τόσο μικρός. Γιατί έχουμε ορίσει κάπως του ανάπηρους εξαιρώντας κάποιους από αυτό το τίτλο και φτιάχνοντας βαθμίδες αναπηρίας. Όσο πιο ανάπηρος τόσο πιο «ευνοημένος» απέναντι στην κοινωνική ισότητα.

Με λίγη διορατικότητα και επιμονή φανερώνεται και μια ακόμα πτυχή του προβλήματος. Γιατί οι διαφορετικότητα των ανθρώπων δεν στέκεται μόνο στην πρακτικότητα των αισθήσεων τους. Αντίστοιχες ιδιότητες με αυτές των αναπήρων δέχονται και εκείνοι που παρουσιάζουν «συναισθηματικές» ανομοιομορφίες. Οι ψυχικά ασθενείς, ανάλογα βέβαια και με την δική τους βαθμίδα ψυχικής ανισορροπίας.

Για να γίνει πιο σαφής η έκταση της ως άνω παρατήρησης θα πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι κοινωνία δεν είναι το κράτος, ή ακόμα και αν είναι, η ισότητα της κοινωνίας δεν σταματάει εκεί. Στο σύνταγμα για παράδειγμα. Εισέρχεται και αφορά όλες τις κοινωνικές ομάδες. Πόλεις, γειτονιές, ομάδες άθλησης, σχολικές τάξεις, παρέες, οικογένειες.

Εκεί λοιπόν σε αυτό το επίπεδο αφαίρεσης το πιο συγκεκριμένο όσων αφορά τους ρόλους του καθένα, τα πράγματα περιπλέκονται. Για παράδειγμα πόσο ίσος απέναντι στην ελευθερία του λόγου είναι κάποιος μέσα σε έναν χώρο όπου κανείς δεν επιθυμεί να τον ακούσει. Και πως σώζεται η ελευθερία της επιλογής των άλλων να μην τον ακούσουν αφού δεν θέλουν. Δεν σώζεται. Είναι ηλίου φαεινότερων ότι οι κοινωνικές ομάδες δεν υπακούν τη ισότητα.

Αυτό σημαίνει πως η ισότητα περιορίζεται όσο πλησιάζουμε το διαπροσωπικό επίπεδο ανθρωπίνων σχέσεων. Και πως αντιλαμβάνεται άραγε ένας άνθρωπος την κοινωνική ισότητα όταν δεν την βιώνει στο άμεσο κοινωνικό του περιβάλλον. Όταν αυτή η έννοια έχει μόνο θεωρητική αξία?

Στην πράξη η ισότητα είναι μια θεωρία χωρίς την απαραίτητη πρακτική της ισχύ. Είναι μια θεωρία που θέτει κάποια όρια συμπεριφοράς και τίποτα παραπάνω. Δεν έχει καμία πρακτική ισχύ στην φύση και στην πραγματικότητα πέρα από αυτήν του πλαισίου συμπεριφοράς.

«Ορισμένα τινά Ελληνικά θήλεα ζητούν να δοθή ψήφος εις τας γυναίκας. Σχετικώς με το ίδιον τούτο θέμα διαπρεπέστατος επιστήμων είχεν άλλοτε αναπτύξει από του βήματος της Βουλής το επιστημονικώς πασίγνωστον, άλλως τε, γεγονός ότι παν θήλυ διατελεί εις ανισόρροπον και έξαλλον πνευματικήν κατάστασιν ωρισμένας ημέρας εκάστου μηνός? Νεώτεραι και ακριβέστεραι έρευναι καταδείκνυσιν ότι ου μόνον ωρισμένας ημέρας, αλλά δι? όλου του μηνός τελούσιν άπαντα τα θήλεα εις πνευματικήν και συναισθηματικήν ανισορροπίαν, τινά δε μετρίαν, τα πλείστα δε σφοδροτάτην και ακατάσχετον, άτε και παντοιοτρόπως εκδηλουμένων και κλιμακουμένων συν τω χρόνω? Επειδή εν τούτοις αι ημέραι αύται, δεν συμπίπτουν ως προς όλα τα θήλεα, είναι αδύνατον να ευρεθή ημέρα πνευματικής ισορροπίας και ψυχικής γαλήνης όλων των θηλέων, ώστε την ευτυχή εκείνην ημέραν να ορίζονται αι εκάστοτε εκλογαί. Η γυναικεία συνεπώς ψήφος είναι πράγμα επικίνδυνον, άρα αποκρουστέον.» (άρθρο του 1928.)

αφρικανος!!!!!!!

Αγάπησα Αφρικανό
Που είχε έρθει με κανό
Από τη Μαύρη Ήπειρο
Τον είδα σε μια λαϊκή
Και τότε ήμουνα λευκή
Σα φέτα από την Ήπειρο

Αφρικανέ Αφρικανέ
Θέλεις να κάνουμε κονέ;

Αγάπησα Αφρικανό
Και σε υπόγειο σκοτεινό
Με πήγε αξημέρωτα
Πάνω σε στίβες DVD
Και σε παράνομα CD
Κάναμε οι δυό μας έρωτα

Αφρικανέ Αφρικανέ
Σε σημειώνω στο καρνέ

Αγάπησα Αφρικανό
Μα έφευγε κάθε πρωινό
Και μόνη μου βαριόμουνα
Έφτιαχνα τότε το μαλλί
Και μ' άλλους μαύρους η τρελλή
Άρχισα και κοιμόμουνα

Αφρικανέ Αφρικανέ
Μου φαίνεσαι πολύ ξενέ

Αγάπησα Αφρικανό
Και μ' έπιασε μ' ένα τεκνό
Τον κολλητό το φίλο του
Και τώρα το ομολογώ
Είμαι Αφρικανή κι εγώ
Απ' το πολύ το ξύλο του

Αφρικανέ Αφρικανέ
Τη μούρη μούκανες πανέ

Καμύ - Η πτώση

copy paste απο το φορουμ που το ειχα ανεβάσει... ενδιάμεσα παίζζαν διάλογοι με αλλους φορουμίτες οποτε σε κάποια σημεία μπορεί να μην βγάζει νόημα.





(μιας και) δν υπάρχει πλέον μέρος που να μην γεμίζει με τα θέλω και τις ορέξεις των άλλων αποφάσισα να φτιάξω και εγώ ενα blogspot όπως ο Post αλλα αντιμετώπισα μεγάλα προβλήματα στο δρόμο καθότι εμένα δεν μου αρέσει να γράφω κουλτουριάρικα όλη την ώρα και όταν ενημέρωσα των διαχειριστή του φλόρουμ μας για την ανάγκη που έχω να περιγράφω κυνικά και όχι με παρομοιώσεις τις βραδινούς μου ή τους μεσημβρινούς μου αυνανισμούς... μου είπε ότι δεν επιτρέπονται οι τσόντες και παρότι εγώ έκανα την προσπάθησα να των μπερδέψω με την σύγχρονη Κλιντοντινή άποψη περί του σεξ άσχετο βέβαια αλλά δν έχει σημασία τι λες αλλά πως το λές και όταν τον άλλον τον αναγκάζεις να συμφωνήσει μαζί σου ότι τελικά κανείς δν ξέρει αν η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό την κότα σε κοιτάει ξαφνικά με σεβασμό και λέει έχεις δίκιο μετά το συνηθίζεις αλλά τέλοσπάντων εδώ δεν έπιασε.

Οπότε μιας και την βρίσκω να διαβάζω κάνα βιβλίο άντι του να κάνω προσπάθειες να το γράψω σε δόσεις διαβάζοντας ταυτόχρονα και ύπουλα τις προτάσεις διαφόρων μελλοντικών αναγνωστών μου, αποφάσισα να σας μεταφέρω μερικά απο τα πιο ενδιαφέροντα σημεία των βιβλίων που διαβάζω επι των οποίων θα μπορούσαμε να φιλοσοφήσουμε και να εμβαθύνουμε... ή απλά να πάρετε μια γεύση πριν αγοράσετε ένα βιβλίο.

Αλμπερ Καμύ - Η πτώση:


"Η αίσθηση του δικαίου, η ικανοποίηση όταν έχεις δίκιο, η χαρά να εκτιμάς τον εαυτό σου, αγαπητέ κύριε, είναι ισχυρότατα κίνητρα για να κρατιόμαστε όρθιοι ή να προχωράμε..."

Όλα ανάγονται στην ματαιότητα Καμύ φίλε μου. και εμένα με ξέρεις γιατί σήμερα εσύ είσαι εγώ εσύ είσαι ότι πιο κοντά έχω σε φίλο. Ξέρεις ότι όλα σαν τα κοιτώ δεν είναi παρα ένας μαύρος πύργος γεμάτος σκαλιά που καταλήγουν στην πόρτα Tης.

Αλλά αυτό το σχόλιο σου αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο που ξάφνου ξεσκεπάζει αξίες και μικρότητες αλλάζοντας τες θέση στο χάρτη της συμπεριφοράς μας. Ποιός μπορεί να αρνηθεί την αλήθεια στα λόγια σου. και πόσο σωστά τοποθετημένη η λέξη "προχωράμε" σε αυτή σου την φράση. και πως θα προχωρήσουμε αραγε και για πόσο αν δεν βρεθεί κάποιος να μας πει με ατσαλένια σιγουριά "καλά πας" για να το πούμε και εμείς με την σειρά μας σε κάποιον παραπέοντα ξένο που θα βρεθεί στον δρόμο μας. για να κοιτάμε μετά εμείς αυτόν και αυτός εμάς και να λέμε καλά πάμε! κάποια στιγμή αντιλαμβάνεσαι την πραγματικότητα, κοιτάς τους συνοδοιπόρους κοιτάς εσένα, το σώμα σου.... πότε έβαλα αυτό το πουλόβερ καλοκαιριάτικα? και γιατί το έβαλα για να πάω περίπατο στην εξοχή, μα το θεο! δν έχω δάχτυλα.... αμάν! περπαταω στα τέσσερα....τι κάνει αυτός με το τσεκούρι στο χέρι...ρεεε..... μπεεεεεεε!!!! και τέλος. μάταιο!

Ναι έτσι είναι αλλά έχεις και απόλυτο δίκιο φίλε Καμύ. Πως είναι μικρότητα η ανάγκη? και τι να την κάνουμε που είναι μικρότητα ? το μόνο που θα αλλάξουμε είναι να μείνουν πιο λίγοι στο δρόμο. και μετά πιο λίγοι και πιο λίγοι και στο τέλος θα πεις ένα μπεεεε απλά για να το πεις όλοι τριγύρω θα μιλάνε ξένες γλώσσες το μόνο που θα καταλάβουν είναι ενα πομπώδες "μπ" και ένα μακρόσυρτο "ε". άσε που παίζει να στην πέσει και κάνας λύκος. και μετά όχι μόνο θα έχεις χαθεί αλλά θα γελάνε μαζί σου.... ρε το μλκά τον έφαγε ο λύκος... ουφ το ζώο, λοιπόν? πάμε για κανα ζεστό σανό απόψε?

άσε φίλε. το έκοψα. τι ποιό? το σανό! τι γιατί? μου πείραζε τα νεύρα τόσο που αυτά πεθαίναν. μάλλον είναι εγωστικά τα νεύρα μου. Οπότε τι να κάνεις να αποζητάς την ικανοποίηση στην θεοποίηση των ομοιοπαθών ή να γίνεις τρελός διαγράφοντας μια τόσο βαθιά ανάγκη σου? ναι είναι ρομαντική λέξη ο τρελός, αλλά υποτίθεται ότι τρομάζει. δν πειράζει αμα με νομίζουν τρελό θα με αγαπάνε χωρίς να μου λένε "καλά πας' και να μου θυμίζουν οτι δεν έχω ιδέα που πάω.

"Εξάλλου το μόνο που μου αρέσει πια είναι οι εξομολογήσεις, και οι συγγραφείς που προβαίνουν σε εκμυστηρεύσεις γράφουν προπάντων για να μην εκμυστηρευτούν, για να μην αποκαλύψουν τίποτα απο όσα ξέρουν. Όταν διατείνονται ότι θα προβούν σε ομογλογίες, τότε πρέπει να δείξεις δυσπιστία, ετοιμάζονται να διαστρεβλώσουν τα πάντα. Πιστέψτε με, είμαι ειδήμων!"

... (κο-ρυ-φαί-ο!) ...

"Γνώρισα έναν άντρα που χάρισε είκοσι χρόνια απο την ζωή του σε μία επιπόλαια, που της θυσίασε τα πάντα, τις φιλίες του, τη δουλειά του, ακόμα και την ίδια την αξιοπρέπεια του, και που παραδέχτηκε ένα βράδυ ότι δεν την είχε αγαπήσει ποτέ. Έπληττε αυτό ήταν όλο. έπληττε όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Δημιούργησε λοιπόν μια ζωή εντελώς φτιαχτή, γεμάτη περιπλοκές και δράματα. Απλά πρέπει να συμβεί κάτι [...] Ζήτω λοιπόν οι κηδείες!"

Ίσως ο Πλάτων να ήταν ένας τελικά απλά πολύ φλύαρος. όχι πως έχει καμιά σχέση αλλα πως εξηγείται αυτό το συναίσθημα που ακούς ή διαβάζεις κάτι και λες: ναι ρε! έτσι είναι! μπράβο!... ναι αλλά το ξέρεις απλά δν είναι παρα μια ακόμα οπτική της αλήθειας. Νιώθεις την αλήθεια δικιά σου και την οπτική πλεον σαν φίλο. Έτσι είναι. άμα δεν μπορείς να βρεις το νήμα της ζωής σου αναθέτεις σε άλλους να ορίσουν αυτοί ένα νόημα, και διαλέγεις εκείνους που θα σου δώσουν τέτοιο ρόλο που όλο θα τρέχεις και δεν θα έχεις χρόνο να σκεφτείς τι κάνω πιο το νόημα. Είναι θέμα εξουσίας. Μα τι κάνω εγώ μέσα στην έρημο. Έλα μωρό μου σε αγαπάω. πάρε εσύ τα χαλινάρια και την πυξίδα εγώ θα κουβαλάω τα σαμάρια. Δεν πειράζει και αν κάνεις λάθος εγω σε αγαπώ θα σε συγχωρέσω. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά. Και ξανά... Ε αμάν πια! Δεν ξέρεις τι σου γίνεται με έχεις εμένα εδώ σα μαλάκα να κάνω τον δούλο και εσύ την ψάχνεις, να βρεις τι θες απο την ζωή σου? Τι θα πει εγώ και δεν κομμένες οι δικαιολογίες μου χρωστάς ότι θέλω εγώ θα κάνω!.....Τι κάνεις?.... που πάς? έλα σε συγχωρώ! τι δεν θές? γιατί?....ααααααχχχχχ τόσα χρόνια χαμένα!!! γιατί σε εμένα..... άπονη ζωή!!!

ουστ!


Να το διαμάντι λοιπόν:

"Πως να τα βγάλει κανείς πέρα? Οι άλλοι δεν συγχωρούν την ευτυχία και τις επιτυχίες σου παρα μόνο αν συγκατατεθείς να τις μοιραστείς γενναιόδωρα μαζί τους. Μα για να είσαι ευτυχισμένος Δεν πρέπει να πολυασχολείσαι με τους άλλους. Συνεπώς οι διέξοδοι κλείνουν. Ευτυ-χεσμένος (ΣτΜ) και κατακριτέος ή αξιολύπητος και συγχωρεμένος"

Τρομερό! και συνεχίζει:

"Να λοιπον τι δεν μπορεί να ανεχτεί κανένας άνθρωπος (εκτός απο εκείνους που δεν ξέρουν να ζουν, εννοώ τους συνετούς). Η μόνη λύση είναι η κακία. Οι άνθρωποι βιάζονται να κρίνουν, για να μην κριθούν οι ίδιοι. Τί τα θέλετε? Η πιο φυσική ιδέα του ανθρώπου, εκείνη που του έρχεται ανεπιτήδευτα, απο τα βάθη της ψυχής του είναι η ιδέα πως είναι αθώος"

κύριε Καμύ νομίζω οτι ξεπεράσατε τον εαυτό σας.

Και εδώ έρχεται η γνωστή ρήση του μεγάλου αριστοτέλη την οποία δεν θυμάμαι πως είχε θέσει... αλλα δεν έχει καμία σημασία άλλωστε, η αλήθεια είναι μια η αυτάρκεια και η ανάγκη για τους "'αλλους" είναι τα δύο αμοιβαίως αποκλειόμενα συστατικά της ευτυχίας.

Ευχαριστώ την μαμά μου και τον μπαμπά μου τους ανήκει αυτό εδώ το πτυχίο που πήρα. αμα πω ότι θα το έπαιρνα ακόμα και ορφανός και ίσως τα κατάφερνα ακόμα καλύτερα θα με πείτε αυθάδη και γελοίο ίσως και ψώνιο αλλα κάποια ορφανά το έχουν κάνει εγώ γιατί να μην μπορώ δηλαδή αυτό που σε αυτά εννοείται? δεν έχει σημασία αν θα μοιραστείς την επιτυχία με αυτούς αρκεί να τις μοιραστείς γενικά. κάτι σαν τον κουμουνισμό σε επίπεδο αξιών δηλαδη. Είναι σαν να τους λες είμαι καλύτερος, βέβαια. αλλά ρε παιδιά δεν φταίω αυτή είναι η αλήθεια, να αυτή είναι αλλα γιατι να την πεις ρε φίλε δεν ήξερες τι θα γίνει και τι θα πουν, μα αμα δεν την έλεγα θα έλεγα ψέματα. Και καλά θα έκανες ρε ψαρά. Ρε τι λέει αυτός? Είσαι έξυπνος αλλα είσαι βλαξ? αποφάσισε. Δεν θέλω να λέω ψέματα δεν θέλω να κρύβομαι γιατί εγώ δεν τους μισώ. Μα εσύ τους μισείς εκ των προτέρων και προγκάς αυτό το μίσος να βγει έξω να σε δαγκώσει για να κουρνιαστείς και να σε λυπηθούν. λες ε? εμ τι! μπρίκια κολάμε? Είμαστε τόσο μόνοι τελικά? περισσότερο αγόρι μου. Περισσότερο.

«έχετε όλη μου την συμπάθεια σας λεει κάποιος. όμως απο μέσα του έχει σχεδόν πει "και τώρα ας περάσουμε σε κάτι άλλο". Είναι ένα συναίσθημα προέδρου συμβουλίου: το αποκτάς σε φτηνή τιμή μετά τις καταστροφές. Η φιλία δν είναι τόσο απλή. Χρειάζεται χρόνος και δυσκολίες για να την κερδίσεις μα σαν την αποκτήσεις δν μπορείς να απαλλαγείς απο αυτήν, πρέπει να ανταπορκίνεσαι. Κυρίως μην πιστεύετε ότι οι φίλοι σας θα σας τηλεφωνούν κάθε βράδυ όπως θα έπρεπε κανονικά για να μάθουν αν αυτή τη συγκεκριμένη βραδιά αποφασίσατε να αυτοκτονήσετε ή πιο απλα, αν έχετε ανάγκη από συντροφιά, αν έχετε διάθεση να βγείτε.»

τετριμένο θέμα μεν αλλα καλή έκφραση... άραγε διαβάζοντας το κάποιος αντιλαμβάνεται την οικουμενικότητα του? νιώθω ότι οι περισσότεροι θα πουν... "έτσι είναι γμτ... δεν έχω φίλους... είμαι μόνος" η μία όχθη του ποταμού.

Κάποτε ένας πολύ πολυ πολυ καλός φίλος, νοσηλεύτηκε για θεραπεία στο νοσοκομείο. Είχε καρκίνο. μου ζήτησε να πάω να τον βρώ να του κάνω παρεά δεν τον αντέχει τον πόνο των νοσοκομείων... "θα είμαι σε δωμάτια με ετοιμαθάνατες γριές Μαρινάκο, θα μαραζώσω...έλα να μιλάμε και να ακούμε μουσική να μην τους βλέπω" ανάθεμα και αν πήγα ποτέ. για τους λόγους ακόμα δν είμαι σίγουρος.

"έχετε προσέξει οτι μόνο ο θάνατος ξυπνά τα αισθήματα μας? πόσο αγαπάμε τους φίλους που μόλις έφυγαν. έτσι δεν είναι? [...] Η αιτία είναι απλή. δεν έχουμε καμία υποχρέωση απέναντι τους. Μας αφήνουν ελεύθερους, μπορούμε με το πάσο μας να τους δείχνουμε το σεβασμό μας μετά απο ένα κοκτέιλ και πριν απο το ραντεβού μας με μια νόστιμη ερωμένη, εν ολίγοις όταν βρεθεί ελεύθερος χρόνος [...] Μια γυναίκα που με κυνηγούσε ασταμάτητα, εις μάτην όμως, είχε την λεπτότητα να πεθάνει νέα. Κατέλαβε αμέσως βασιλική θέση στην καρδιά μου!"


είχε λέει την λεπτότητα.... χαχαχααχ... θεός!!!!


μερικά ακόμα καλά...

"[...] με το να μην είμαι ρομαντικός τροφοδοτούσα το μυθηστορηματικό στοιχείο μου. Οι φιλενάδες μας έχουν πράγματι ένα κοινό σημείο με τον Βοναπάρτη: νομίζουν ότι θα πετύχουν εκεί που οι άλλοι απέτυχαν"

"Κι όμως έτσι είναι αγαπητέ μου συμπατριώτη. Οι μεν φωνάζουν αγάπαμε οι άλλοι μη μαγαπάς. ένα ορισμένο είδος ωστόσο, το χειρότερο και το πιο δυστυχισμένο: Μη με αγαπάς και να μου είσαι πιστή!"

"έχω ωστόσο μια υπεροχή. το ότι ξέρω. και αυτό μου δίνει το δικαίωμα να μιλώ. αντιλαμβάνεστε το πλεονέκτημα, είμαι σίγουρος για αυτό. Όσο περισσότερο κατηγορώ τον εαυτό μου τόσο περισσότερο έχω το δικαίωμα να σας κρίνω."

"Ευτυχώς η υπερβολική οδύνη εξασθενει΄την φαντασία όσο και την κρίση. Ο πόνος κοιμάται τότε με τον ανδρισμό, τόσο χρόνο όσο κι εκείνος. Για τους ίδιους λόγουςοι έφηβοι χάνουν με την πρώτη τους ερωμένη τη μεταφυσική τους ανησυχία, και ορισμένοι γάμοι, που είναι γραφειοκρατικά νομιμοποιημένες ακολασίες, καταντούν μονότονες νεκροφόρες της τόλμης και της πρωτοτυπίας."



έχει και άλλα καλά, αλλά καλα είναι αυτα... μην το παρακάνω θα με πάνε μέσα στο τέλος. κοπιράητ κτλ.