Μια μικρή φυγή (που λίγο μεγάλωσε)

Μια μικρή φυγή.

Κάθε ταξίδι δεν έχει έναν μόνο προορισμό. Έχει δύο. Αυτόν που θα πάς τώρα, και εκείνον που δεν θα πάς ποτέ. Μα όποιον και αν διαλέξεις, η απεραντοσύνη του κόσμου θα δώσει μια απάντηση στο ερώτημα που σκλαβώνει τις νύχτες που θρέφουν την φυγή σου. Την ίδια στιγμή που θα συλλαμβάνει το σπόρο της επόμενης.

Γιατί κάθε ταξίδι, μικρό ή μεγάλο ξεκινάει από μία επιθυμία. Την επιθυμία της φυγής. Την επιθυμία να απομακρυνθείς από έναν αόρατο φόβο, από ένα κρυφό άγχος που ετοιμάζεται να φουντώσει και να σε καταπιεί. Το ταξίδι έχει εκείνη την ιδιότητα της καινής διαθήκης. Όποια σελίδα και να ανοίξεις, ότι και αν διαβάσεις, περιέχει μια απάντηση στο πρόβλημα σου. Έτσι και στο ταξίδι, όπου και να πας θα βρεις απαντήσεις.

Μόνο που θα ξέρεις μέσα σου, όσο πιο μακριά πας, τόσο πιο αληθινός είναι ο φόβος σου.

«O κόσμος δεν είναι κακός. Είναι απλά πολύ μεγάλος για να σε αφήσει να τον καταλάβεις».

1. Στην μέση του κάποτε

Μου φάνηκε ότι πήρε πολύ ώρα. Όταν ταξιδεύει ο νους μακριά θέλει και εκείνος την ώρα του. Να γυρίσει πίσω, να τα μαστορέψει όλα να μπουν στην σωστή σειρά. Και εγώ ήμουν μακριά. Σήκωσα το κεφάλι μου και ο νέος κόσμος απλώθηκε σα σεντόνι πάνω στον παλιό, τόσο αργά, που σχεδόν ένιωθα μια παρουσία να το στρώνει μπροστά μου. Οι γραμμές και τα σχήματα άρχισαν να παίρνουν τις θέσεις τους, ζωγραφίζοντας στα μάτια μου το παραπέτασμα που αποκαλούμε πραγματικότητα.

Μέσα σε μια στιγμή ξέφυγα από την παραγκούπολη της Βομβάης και βρέθηκα στο σταθμό των τρένων του Βουκουρεστίου. Σαν να κουράστηκε το χρώμα στα μάτια μου. Σαν να ξεθώριασε αφήνοντας πίσω του μια ζωή σε γκρίζα απόχρωση. Ανθρώπινες μορφές περπατούσαν στο πουθενά μου και ένας κρυμμένος κρύος ήλιος πάλευε να κατεβάσει τους σηκωμένους γιακάδες, και να δώσει ζωή. Μπροστά μου η παγωμένη μύτη μου ρούφαγε τον βαρύ αέρα ρουμάνικο αέρα, και στο βάθος παγωμένα τρένα περιμένανε στις προβλήτες, σαν ξεβρασμένα από τον καιρό. Σαν παλιό αμερικάνικο μιούσικαλ, σαν ταινία σε σινεμά αυτοκινήτων, και εγώ παρκαρισμένος εκεί, στο πιο οικείο ΜακΝτόναλτς που είχα πρωτοπάει ποτέ.

Η προσοχή μου, ενστικτωδώς οδηγήθηκε στον πινάκα του σταθμού όπου παρατήρησα ότι το μέσο και ο προορισμός μου δεν είχαν ακόμα φανεί. Ήταν νωρίς. Περίπου τρεις ή τέσσερις το μεσημέρι. Πήρα μια μικρή ανάσα για να κοιμίσω ένα μικρό νεογέννητο φόβο. Είχα ήδη χάσει μια πτήση σήμερα, το να χάσω και το τρένο θα με καθιστούσε τόσο γελοίο που θα μου κόστιζε πολλές ώρες ενδοσκοπικής φιλοσόφησης για να με δικαιολογήσω. (Αφόρητα πληκτική διαδικασία, ειδικά αν αναλογιστείς ότι τελικά δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο από το να σε δικαιολογήσεις. Μπορεί να είναι η λογική που θα ψιθυρίσει ότι το τέλειο είναι βαρετό. Μπορεί να είναι η ταπεινότητα που θα σου θυμίσει ότι έχεις άλλα χαρίσματα. Μπορεί να είναι ο εγωισμός που θα φωνάξει το σε όποιον αρέσουμε.)

Γύρισα στα αριστερά μου, στην αφορμή της ανησυχίας μου και είδα, πίσω από τον ξύλινο διαχωριστικό φράχτη, μια φιγούρα που κοντοστεκόταν. Ήταν μια ηλικιωμένη και κοντή γυναίκα, μια γριά με ζαρωμένο πρόσωπο τυλιγμένο σε ένα μαύρο παλιό σάλι. Με κοιτούσε. τόσο καθηλωτικά που μόλις και μετά βίας κατάφερα να δω το απλωμένο χέρι της. Κάπου βρήκα την φωνή της και συνειδητοποίησα ότι μόλις μου είχε μιλήσει και τώρα με κοίταζε χωρίς να κοιτάζει τίποτα, απλά περιμένοντας, με βλέμμα παγωμένο.

Την κοίταζα ανέκφραστος καθώς μου ξαναμιλούσε και ενώ το αέναο βουητό του σταθμού κατάπιε τους ξένους ήχους που έβγαλε το στόμα της. Έδειχνε σαν να είχε καταλάβει ότι ήμουν ξένος, μα συνέχιζε να με κοιτάει στα μάτια, όπως την κοίταζα και εγώ. Τα γέρικα και κουρασμένα μάτια της έκρυβαν μια σπίθα νιότης. Τα κοίταγα και μεταφέρθηκα σε μια πράσινη λίμνη, κρυμμένη σε πυκνά δάση στην καρδιά του χειμώνα. Μπήκα μέσα στα μάτια της και είδα αυτά που και εκείνη έβλεπε. Είδα τις σκέψεις που ταξίδεψαν στο κεφάλι της, αυτές που ζουν για λιγότερο από μια στιγμή, μα μιλούν περισσότερο από όλες. Είδα στα μάτια της την αλήθεια που δεν θα μπορέσει να σου πει ποτέ ο καλύτερος σου φίλος. Είδα την αλήθεια που όλοι ψάχνουμε ενώ την έχουμε μπροστά μας. Ένα ψίθυρο.

Σε ένα δάσος μοναχικών καθρεπτών εμείς ψάχνουμε μανιωδώς να βρούμε την κακοτυχία μιας μικρής κρυμμένης ρωγμής.

Για μια στιγμή που ποτέ δεν ήρθε χαμογέλασα, με εκείνο το χαμόγελο που δεν συγκινεί τα χείλια, και η αλήθεια χάθηκε τόσο γρήγορα όσο εμφανίστηκε. Με άκουσα να της λέω στα ελληνικά ότι δεν έχω χρήματα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, και μαζί τους, διέσχισα τις διαστάσεις των επιλογών, και βρέθηκα ξανά σε ένα σώμα ντυμένο με ρούχα. Εκείνη το είδε, και το βλέμμα της νεκρώθηκε. Το κεφάλι της έγειρε αργά, τραβήχτηκε και άρχισε να απομακρύνεται.

Ποιο κοινωνικό κατάλοιπο αποφάσισε να της μιλήσει φορώντας μου ένα ευγενικό χαμόγελο ποτέ δεν κατάλαβα. Και ούτε θέλησα να το εξετάσω αφού θεώρησα πιθανό ότι ανήκει σε εκείνα τα πράματα που αν ξεκινήσεις να τα μελετήσεις μετά δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα να κυκλοφορείς έχοντας στο κεφάλι το καπέλο του Ναπολέοντα και να δικαιολογείσαι για αυτό λέγοντα πως θα μπορούσε να ήταν και Παρασκευή. Γοητευτική εικόνα.

Έκλεισα το βιβλίο, και έπιασα να στρίψω ένα τσιγάρο. Κοίταξα το ρολόι και μέτρησα τις ώρες. Τρεις ακόμα χρειάζονται να προστεθούν στις τρεις που πέρασα καθισμένος διαβάζοντας. Είχα πολύ χρόνο ακόμα. Έβαλα το τσιγάρο στο στόμα, το άναψα, και άφησα το βλέμμα μου ελεύθερο. Έδωσα τα χαλινάρια στο υποσυνείδητο, να διαλέξει εκείνο προορισμούς ψυχαγωγώντας το συνειδητό μου. Γύρω μου, μικρές προσωπικές ιστορίες πηγαινοερχόντουσαν. Βιαστικές, κουρασμένες, χαρούμενες ή λυπημένες, με αγωνία ή ευθυμία και όμως όλες τόσο όμοιες σαν να υπακούνε σε κάποια μυστηριώδη δύναμη. Οι ήχοι μπλέκονται και ενώνονται σε μια μελισσοβουή, και όλα ξαφνικά είναι δείχνουν απολύτως οικία. Η ανάσα εναρμονίζεται με το περιβάλλον και απόλυτη ηρεμία απλώνεται παντού. Γρήγορα σε τρομάζει και για λίγο είσαι σίγουρος πως κάτι θα ξεσπάσει εκείνη την στιγμή, και μέσα στην ανάσα που κρατιέται και γρήγορα αφήνεται, αθόρυβα επιστρέφει η γνώριμη ηρεμία της σιωπής.

Τα μάτια μου σταματάνε λίγο παραπέρα σε ένα ζευγάρι που αγκαλιάζεται με πάθος, και εκείνη στις μύτες των ποδιών της, του χαρίζει ένα κάπως ντροπαλό φιλί. Τα μάτια θέλουν να κοιτάξουν αλλού μα δεν τα αφήνω. Περίεργο που όταν βλέπεις τον έρωτα σε ξένους συνειδητοποιείς πόσο πολύ σου έχει λείψει. Ακόμα πιο περίεργο όμως είναι αυτοί οι τερματικοί σταθμοί των τρένων. Σε όποιο τόπο και να πάς, οι τερματικοί σταθμοί είναι οι αυθεντικοί ναοί της μοναξιάς. Το μόνο μέρος όπου η μοναξιά δεν είναι βάρος αλλά ο καλύτερος φίλος.

Ρούφηξα μια τζούρα από το τσιγάρο και βάλθηκα να πιάσω τις σκέψεις που χόρευαν ξέφρενα στο υποσυνείδητο μου. Με έπιασα να τραγουδώ ένα τραγούδι που λάτρευα στην εφηβεία μου.

Where are these silent faces

I took them all

They all went away

Now you are all alone

To turn out every light so deep in me

Hold on, too late

Will I ever see them back again

Or did they all died by my hand

Or were they all killed

By the old evil ghost

Who had taken the ocean

Of all my dreams

I knew the answers… but now they are gone for me

Είναι λίγα τα πράγματα που αληθινά απολαμβάνω στην ζωή μου. Τα καλά βιβλία, τα καλά τραγούδια, και οι καλές ανατολές του ηλίου. Αυτές που σε ξυπνούν ερωτευμένο και σε προσκαλούν να τις απολαύσεις στο κρύο.

*

Η εικόνα των κουρασμένων τρένων ανέκαθεν με μάγευε. Αποφάσισα να την ντύσω με λίγη μουσική. Έβγαλα το περίφημο gadget ηχείων με mp3 player, απόλυτα απαραίτητο αξεσουάρ στα ταξίδια μου και έβαλα ένα δίσκο του Montgomery.

Άκουγα την μουσική χωρίς να σκέφτομαι τίποτα συγκεκριμένο. Πάντα έτσι είναι με τον κύριο Montgomery. Απλά ακούς, και κουνάς το πόδι σου. Συχνά κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι εντελώς. Το ευχαριστιόμουν για κάμποση ώρα, όταν αναπάντεχα η μουσική από ζεστό κορμί έγινε μακρινό ρούχο. Ένοιωσα, για μια απειροελάχιστη στιγμή, σαν να γεννήθηκε η επιθυμία στις τρίχες του σβέρκου μου να χορέψουν. Τα φρύδια μου ελαφρά συνοφρυώθηκαν, και τα μάτια μου μπορέσανε να στρίψουν λίγα χιλιοστά το λαιμό μου, πριν τα σταματήσω. Την ήξερα αυτή την αίσθηση. Πιστεύω όλοι την ξέρουμε και όλοι την αναγνωρίζουμε, γιατί σε όλους μας τα σημάδια της είναι ίδια.

Γύρισα σίγουρος για αυτό που θα φανερωθεί στα μάτια μου. Γύρισα για να μην δω τίποτα. Γύρισα για να δω μια απουσία. Γύρισα για να θυμηθώ πως είμαι ένας ακόμα δειλός. Ένας ακόμα δέσμιος των κανόνων της ηθικής και της μαζικής βλακείας. Γύρισα για να δω αυτό που για πάντα έδιωξα για λόγους που ποτέ δεν κατάλαβα. Ένα παιδί με φακίδες χωμένο σε ένα μαύρο κουστούμι. Ένα παιδί με μια θηλιά από μετάξι στο λαιμό. Ένα παιδί που είναι δικό μου περισσότερο από όλα. Πλάι στην χαμένη μου αθωότητα μια γυναικεία μορφή. Δεν θέλω να την κοιτάξω, θέλω να ξεχάσω και ξεχνώ το ότι ξέρω ποια είναι προφασιζόμενος πως κάνει περισσότερο κρύο τώρα από ότι πριν από ένα δευτερόλεπτο.

Είναι οχτώ παρά. Και τέταρτο το τρένο φεύγει. Πάω να βρω μια ωραία ήσυχη κλινάμαξα να συνεχίσω το βιβλίο μου. Σκέφτομαι τις όμορφες στιγμές που με περιμένουν. Με συντροφιά ένα τσιλάμ και λίγο ουίσκι, θα φύγω από την Ρουμανία και θα βρεθώ ερωτευμένος φυγάς στην Ινδία, μέχρι το πρωί.

2. Στην αρχή του τότε

Ήρθε μήνυμα. Κοιτάζω το κινητό για λίγο, πατάω διαγραφή. Το κλείνω. Γυρίζω στον υπολογιστή μου και κοιτάω την οθόνη. Νούμερα, ονόματα, ώρες, σύνολα. Τι κάνω εγώ εδώ? Μέσα σε ένα πουκάμισο. Μέσα σε ένα καλό σακάκι? Η γραμματέας μου είναι στα δεξιά μου και γλυκά όπως πάντα μου μιλάει. Την κοιτάω αλλά δεν την ακούω. «Μαρίνο είσαι καλά»? «Βεβαίως». Με κοιτάει διερευνητικά και μου χαμογελάει...... «τελείωσες?» «Σε ένα λεπτό τελειώνω». Φεύγει.

Παίρνω ένα χαρτάκι και σημειώνω κάτι χωρίς να κοιτάω, χωρίς να ξέρω. Βάζω το χαρτί στην τσέπη μου και γυρίζω στην οθόνη. Πρέπει να κοιτάξω τις καταστάσεις μισθοδοσίας για να μπορέσει η Θάλεια να το στείλει στην τράπεζα. Η ώρα είναι δύο το μεσημέρι και έπρεπε να το είχαμε στείλει. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά και ετοιμάζομαι να το εκτυπώσω. Το μυαλό δεν θέλει να εργαστεί. Κάπου στο βάθος του κρανίου μου το αίμα μου κυλάει σαν χείμαρρος. Προσπαθώ να συγκεντρωθώ και τα καταφέρνω. Πρέπει να βρω μέσα στα χαρτιά ποιος προσπαθεί να με κλέψει. Ποιος προσπαθεί να με πατήσει στο λαιμό. Αφού άλλωστε όλοι έτσι κάνουν. Και εγώ μαζί.

Ας είναι. Μερικά χαρτιά δεν αρκούν. Και το μυαλό μου μισό δεν μπορεί να διαβάσει ανάμεσα από τις λέξεις. Το κινητό βαράει πάλι μήνυμα. Ο Θανάσης μου γράφει πως δεν θα μπορέσει να έρθει γιατί η Άννα δεν θα πάρει τελικά άδεια. Όπως και ο Κωσταντίνος, όπως και ο Φοίβος, όπως και ο Αντώνης. Όλοι τελικά θα κάτσουν με τα κορίτσια τους για τον ένα η τον άλλο λόγο. Εγώ δεν έχω λόγο να ανησυχώ. Είμαι μόνος μου καιρό τώρα. Όπως μόνος ήμουν και καιρό πριν. Η ώρα έχει πάει δυόμιση. Σχεδόν ακούω την Θάλεια να αγχώνεται στο διπλανό γραφείο. Εκτυπώνω την έκθεση και πιάνω άλλες δουλειές.

Η μέρα τελειώνει και με βρίσκει στο σπίτι. Σε λίγο το μόνο ζευγάρι που δεν ακύρωσε θα περάσει να με πάρει να πάμε παρέα εκδρομή στο εξοχικό μου. Εκεί που με ρώτησε εκείνος αν εκείνη με ενδιαφέρει. Εκεί που του είπα όχι νομίζοντας ότι δεν κινδυνεύω. Εκεί που η φίλη μου έγινε κοπέλα του φίλου μου και έμεινε παντοτινά φίλη μου. Τα τρία χρόνια που περάσαν από τότε με βάζουν σε σκέψεις. Είναι φίλοι μου και έρχονται να με πάρουν. Δεν θέλω να τους στεναχωρήσω. Άλλωστε ο Λευτέρης μου το ζήτησε. Και για να ζητήσει ο Λευτέρης τότε υπάρχει λόγος.

Το κουδούνι χτυπάει και εγώ είμαι ακόμα μέσα στις παντόφλες μου. Βγαίνω στο δρόμο να προϋπαντήσω τους επίδοξους εκδρομείς. Η διάθεση είναι πολεμική και για λίγο το σκέφτομαι ξανά. «άντε ντύσου» φωνάζουν. Βγάζω από την τσέπη μου τα κλειδιά και τους τα δίνω. Με κοιτούν. Εγώ δεν θα έρθω, αλλά εσείς θα πάτε. Δεν χρειάζεται να ρωτήσουν το γιατί και αρκούνται στο «τι θα κάνεις?», «δεν ξέρω… ίσως πεταχτώ Βουδαπέστη» Γελάμε και χαιρετιόμαστε. Γελάω και εγώ και σκέφτομαι. Τι στα κομμάτια? Τα παιδιά φεύγουν και η πόρτα κλείνει. Τι στα κομμάτια?

Καθώς ανεβαίνω στο δωμάτιο μου το σκέφτομαι.

Φύγε!

Φύγε!

Πήγαινε!

Κοντοστέκομαι για λίγο και μετά αρπάζω μια τσάντα. Βρίσκω τον οδηγό ταξιδιών του βλάκα, μια λίστα όπου έχω γράψει τα απαραίτητα για τα ταξίδια και την συμπληρώνω διαρκώς με όλα αυτά που τελικά έχω ξεχάσει, αφού πάντα στο τέλος ετοιμάζομαι, και μαζεύω ότι βρω. Που να πάω?

Θα Πάω Βουδαπέστη.

3.Στο τέλος του κάποτε

Αγοράζω ένα ζεστό καφέ και ξεκινάω προς το τρένο μου. Μετά από προσεχτική ανάγνωση του εισιτηρίου μου, με το απαραίτητο βέβαια άγχος για την ορθότητα της προβλήτας, του τρένου, του βαγονιού κτλ. καταλήγω σε ένα βαγόνι με καμπίνες των οχτώ καθισμάτων.

Οχτώ βρώμικα και φθαρμένα αεροπορικού τύπου καθίσματα για ταξίδι δεκαοχτώ ωρών. Δεκαοχτώ ώρες σε μια τέτοια θέση, μετά από μια τέτοια ημέρα ήταν κάτι το αδύνατον. Δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα να καταφέρω να μείνω ξύπνιος, και το πιθανότερο θα ήταν, όταν θα ξύπναγα, να μου έλειπαν μέχρι και τα παπούτσια, και θα κατέληγα ξυπόλητος ξένος σε ένα συνοριακό χωριό μιας ξένης χώρας χωρίς χαρτιά και χρήματα. Για μια στιγμή μου φάνηκε δελεαστική προοπτική, αλλά η κούραση ήταν τέτοια, που η ιδέα μιας άδειας καθαρής κλινάμαξας πήρε διαστάσεις εικόνας παραμυθένιας.

Μετά από αρκετές άδοξες προσπάθειες κατάφερα να βρω έναν ομολογούμενος ιδιαίτερα όμορφο αξιωματούχου του τρένου που σε σπαστά αγγλικά μου είπε ότι δεν έχουν μείνει κενά κρεβάτια αλλά θα βρει τρόπο να με βοηθήσει. Μου ζήτησε να τον ακολουθήσω και με έφερε κάπως βιαστικά σε μια άδεια κλινάμαξα, την τελευταία του βαγονιού και έφυγε το ίδιο βιαστικά, χωρίς να ζητήσει χρήματα. Παρότι υπήρχε μόνο ένα βαγόνι με πέντε μόνο κλινάμαξες των έξι κουκετών, το αφελές αλλά πραχτικό μυαλό μου δεν κατανόησε την ιστορία που εξελίχτηκε στο παρασκήνιο, αλλά ξάπλωσε ικανοποιημένο στην κουκέτα. Ίσως να ήταν η όμορφη εμφάνιση του αξιωματούχου, και η επιβλητική του στολή να επιβάρυνε την γοητεία που άσκησε επάνω μου, που με έκαναν να αφεθώ στην εμπιστοσύνη που του χάρισαν τα αφελή ένστικτα μου.

Αφελή άραγε ή πρακτικά? Τόσο η εμφάνιση μου, όσο και κυρίως ο τρόπος μου κατέστησαν σαφές ότι θα πλήρωνα το οποιοδήποτε τίμημα για να μπω σε μια εντελώς άδεια κλινάμαξα. Η αίσθηση του να κοιμάσαι σε ένα βαγόνι, του να βλέπεις από το παράθυρο τον κόσμο να φεύγει ήταν άλλωστε ένας από τους λόγους του ταξιδίου. Έτσι όταν ήρθε τελικά και μου ζήτησε δύο φορές τα χρήματα που έδωσα στο Αεροδρόμιο, δεν ήξερα αν ήμουν κορόιδο, ή κερδισμένος.

Το εσωτερικό της κλίνης χάρισε ένα χαμόγελο στο σώμα μου. Άνοιξα λίγο το παράθυρο, κρέμασα το σακάκι, έβγαλα τα παπούτσια μου, έβαλα τον φίλο Jarrett να παίξει το πιάνο του, και έπιασα να στρίψω ένα τσιλάμ. Ξάπλωσα ανάσκελα, έκλεισα το φώς και άναψα το τσιγάρο μου. Φρέσκος αέρα χάιδευε το πρόσωπό μου καθώς μια γλυκιά κούραση αγαλλίασε το κορμί μου, που παραδόθηκε μεμιάς στην μαγευτική μουσική και στην ρομαντική ατμόσφαιρα της κλινάμαξας.

*

Το σώμα μου κοιμήθηκε μα η ψυχή μου ζωντάνεψε. Γέμισε κόκαλα και αίμα. Ο κόσμος έφερε τούμπα μέσα στα μάτια μου. Λευκά περιστέρια γέμισαν με φωτεινά φτερουγίσματα το μαύρο σκοτάδι και σαν τα μάτια μου ξύπνησαν βρέθηκα στην αγκαλιά των άστρων. Ατάραχος, αγέρωχος, καθισμένος με τα πόδια διπλωμένα σε ένα στέρεο γαλάζιο σεντόνι στην καρδιά του σύμπαντου, χαζεύω την γη να κρεμιέται στο κενό. Στα αριστερά μου, τακτοποιημένα και νοικοκυρεμένα τα σανδάλια μου, και δεξιά μου ένα πακέτο τσιγάρα. Βρίσκομαι σπίτι μου και μπροστά μου η γη γυρίζει και εγώ την κοιτώ, απαράμιλλα όπως θα κοίταζα ένα ρολόι στον τοίχο. Αλλού ξημερώνει και αλλού βραδιάζει, κάθε λεπτό μου και μια ημέρα.

Αργά απλώνω το χέρι προς την γη, υπακούοντας, ποιον ή τι δεν ξέρω. Ο χώρος κινείται. Ο χρόνος κινείται. Οι διαστάσεις παίζουν μαζί μου μέσα σε μια μεθυστική ζάλη, και η γη μικραίνει και χώνεται μέσα στην χούφτα μου, γίνεται πιο μικρή σαν μπιζέλι και πιο μικρή και γλιστρά από το χέρι μου και πέφτει. Κοιτώ κάτω μου στο σεντόνι που πια δεν είναι, ίσως ποτέ να μην ήταν. Κάτω μου απλώνεται μια μικρή τετράγωνη γαλάζια αμμουδιά και οι χούφτες μου γεμίζουν πλανήτες που με αγκαλιάζουν και με τραβάνε και με βυθίζουν αργά μέσα τους. Σύντομα έχει μείνει μόνο το κεφάλι μου παλεύοντας με μια ανάσα να φουσκώσει τα πνευμόνια μου, γιατί? Για ένα ή δύο δευτερόλεπτα ζωής ακόμα.

Σκοτάδι. Απόλυτο, πνιχτό, θανάσιμο και ήρεμο σκοτάδι γεμίζει τα πάντα μου. Δύο δευτερόλεπτα - ακόμα αντέχω. Τα πάντα με πιέζουν με σπρώχνουν προς τα κάτω προς τα πάνω δεν ξέρω. Συνεχίζουν να με πιέζουν. Ένα δευτερόλεπτο. Ο αέρας τελείωσε μα δεν παραδίδομαι κρατιέμαι. Το σύμπαν με πιέζει, η ψυχή μου με πιέζει, το μυαλό το σώμα, κινούμαι και πιέζομαι για την αρχή του τέλους ή το τέλος μιας αρχής και ξάφνου με ένα φλουπ πετάγομαι στο φώς και χώνομαι σε δύο τεράστια χέρια, ταραγμένος προσπαθώ να φωνάξω μα δεν έχω ανάσα. Ένας πόνος σωτήριος με γεμίζει αέρα, ο φόβος γίνεται κραυγή και κλάμα και τα χέρια με παραδίδουν αργά σε μια γυναικεία αγκαλιά, σε μια γυναικεία προσμονή σε μια γυναικεία αγάπη. Στην ουσία μου στην αγάπη μου στην τροφή μου. Τροφή του σώματος, της ψυχής, των πόθων μου. Με ένα κλάμα φωνάζω «όχι», αρνούμαι να παραδοθώ, δέσμιος από την γέννηση μου. Τινάζομαι. Την αποτάσσομαι. Πετάγομαι, ξεφεύγω και πέφτω στο κενό και σπάω σαν πορσελάνη σε χίλια κομμάτια. Απλώνομαι στον αέρα και φεύγω στο χώρο και στο χρόνο γίνομαι αεροπλάνο, τρένο, βαγόνι, κλινάμαξα, γίνομαι σώμα ξαπλωμένο, ανοίγω τα μάτια και αναρωτιέμαι και εύχομαι να είναι μικρός ο κόσμος.

Το χέρι μου τεντώνεται και κλείνει την μουσική και εγώ βυθίζομαι γοργά σε έναν ύπνο μονάρχη. Σε ένα γνώριμο βασιλικό κήπο. Πίσω ξανά στα χνάρια Εκείνης. Εκείνης που με όρισε. Εκείνης που με εξόρισε στην μοναξιά. Απρόσκλητη περπάτησε πάλι στα λιβάδια του αδύναμου μυαλού μου, και εγώ σαν την ένιωσα να κρύβεται πίσω από πυκνούς θάμνους, γύρισα αμέσως αλλού.

*

Η μέρα ξύπνησε και με βρήκε ήρεμο και ξεκούραστο στην Οπάτια. Εδώ στα βόρεια το κρύο είναι πιο βαρύ και η υγρασία απρόσκλητη φωλιάζει μέσα από τα ρούχα και τρυπάει το δέρμα. Έξω είναι όλα βρεγμένα. Ένας ξένος σε μια ξένη γη και φυλακισμένος σε μια ζωή ελεύθερη σταματάει ένα ταξί και δείχνει στον οδηγό ένα χαρτάκι, που δύο ημέρες τώρα κρυβόταν στην τσέπη του. Δεν θυμάμαι πότε μπήκε και ούτε με ενδιέφερε μέχρι τώρα. Μα τώρα αποφάσισε αυτό για εμένα. Η ελευθερία μου κομματιάστηκε και αυτό το φαινομενικά αθώο χαρτί όρισε σε μια στιγμή την μοίρα μου.

Πως βρέθηκε εκεί μέσα? Το ξεκούραστο μυαλό μου ήθελε να χαρεί την πρωινή του ηρεμία. Μια άχαρη εξευρωπαϊσμένη Ρουμάνικη μουσική χόρευε την καμπίνα του αυτοκινήτου κουράζοντας τόσο πολύ τα αυτιά μου που αναγκάστηκα να ζητήσω από τον οδηγό να σταματήσει προφασιζόμενος ότι θέλω έναν καφέ. Κατάλαβε την λέξη «καφέ» και σιγουρεύτηκε από την κίνηση του χεριού μου όταν προσποιήθηκα ότι κράταγα ένα ποτήρι. Είχε όρεξη για κουβέντα αλλά η ευγένεια μου δεν άντεξε. Του ξανάπα απότομα την λέξη «καφέ» και γύρισα να κοιτάξω έξω από το παράθυρο. Δεν θυμάμαι καν αν το κατάλαβε και αν σταμάτησε να μιλάει. Δεν θυμάμαι καν το πρόσωπο του.

Σταματήσαμε σε ένα γωνιακό Έβερεστ και ένιωσα την ελευθερία μου να τσαλαπατιέται σαν τενεκεδένιο κουτάκι.. “Hot Nes Café”. Η κοπέλα με κοιτάει. «One coffee, one sugar, fresh milk please”. Mου γνέφει μάλλον καταφατικά. Με σερβίρει σε πλαστικό. Ο ταξιτζής με κοιτάει. Εγώ κοιτάω τον ταξιτζή. Ούτε που ξέρω τι θέλω όταν μπαίνω με τον καφέ στο χέρι μέσα στο αυτοκίνητο.

Συνεχίζουμε προσπερνώντας ξενοδοχεία πιο καλά από αυτό που πηγαίνω. «better hotel friendbetter”, «κάνε μας την χάρη ρε». Η κακή διάθεση ήρθε απρόσκλητη. Το χαρτάκι με καίει στην τσέπη. Προσπαθώ να θυμηθώ το τι και το πώς. Το ταξί σταματάει, και η σκέψη πέφτει σε τοίχο. Παραιτούμαι, πληρώνω και κατεβαίνω.

Τέσσερα αστέρια και ένα μεγάλο “SPA” σκεπάζουν την πύλη του κτιρίου, και παντού τριγύρω δέντρα γυμνά γεμίζουν ένα χαλί από κοκκινοκίτρινα φύλα απλωμένο μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Εδώ και εκεί άνθρωποι έχουν βγει για ένα πρωινό τρέξιμο στο πάρκο. Ο αέρας μυρίζει λάσπη και φθινόπωρο. Στο χέρι μου βρίσκεται ένα ποτήρι με καφέ, στην πλάτη μου μια τσάντα, και στην τσέπη μου ένα χαρτάκι με το όνομα του ξενοδοχείου. Με περιμένουν. Όλο το ταξίδι είχε προορισμό εδώ. Το τυχαίο το απρόσμενο και το κανονισμένο πλέχτηκαν σε μια ιστορία που φτιάχτηκε για να με φέρει σε αυτό το ξενοδοχείο.

Οι αυτόματες πόρτες άνοιξαν και κλείσανε έξω το κρύο. Περπάτησα προσπερνώντας χωρίς τύψεις την ρεσεψιόν για να μπω στο εστιατόριο. Φόρτωσα σε ένα δίσκο μια φρέσκια πορτοκαλάδα, ένα βραστό αυγό, μια φέτα ψωμί, δύο κουτάκια με βούτυρο και μέλι, διάφορα αλλαντικά και τυριά. Τα έφαγα και πήρα έναν καφέ χόβολης προς αντικατάσταση εκείνου που είχα χύσει στο χώμα πριν μπω στο ξενοδοχείο. Έστριψα ένα τσιγάρο και αποφάσισα να βγάλω μια άκρη.

Μόλις χθες ήμουν στο γραφείο βγάζοντας την μισθοδοσία του προσωπικού όπως κάθε δεύτερη Παρασκευή. Ενδιάμεσα αντάλλαζα μηνύματα με φίλους για το προγραμματισμένο σκ στο εξοχικό μου. Η μία ακύρωση μετά την άλλη με άφησαν με ένα φιλικό ζευγάρι. Το απόγευμα με βρήκε στο σπίτι να σκέφτομαι το εάν και κατά πόσον ήθελα να πάω. Το ζευγάρι ήρθε από το σπίτι να με πάρει και με βρήκε με τις παντόφλες και τα κλειδιά του εξοχικού στο χέρι. Με ρώτησαν τι θα κάνω και αστειεύτηκα λέγοντας ότι θα πάω Βουδαπέστη. Λίγο αφού τους χαιρέτησα αποφάσισα να κάνω το ανέκδοτο πραγματικότητα.

Πράγματι ήταν εύκολο. Στις 6 το πρωί αεροπλάνο έφευγε για Βουδαπέστη. Έβαλα σε μια τσάντα τα απαραίτητα και σερφάρισα λίγο για το τι θα πρέπει να επισκεφτώ μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

Η αδελφή μου ξύπνησε κατά τις 6.30. Γρήγορα αποφάσισα να μην επιτρέψω σε μια ασήμαντη ατυχία να μου χαλάσει τα σχέδια. Και πώς να μπορούσε άραγε αφού σχέδια δεν υπήρχαν. Μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα για το αεροδρόμιο. Το Βουκουρέστι το είχα ξαναδεί αλλά καμία άλλη πτήση δεν έφευγε εντός της ώρας. Και εκτός αυτού ένας άλλος αναγκαστικά πιο μακρινός προορισμός θα ανέβαζε και το μπάτζετ καθυστερώντας και άλλο το σέρβις της μοτοσυκλέτας μου, που ήταν άλλωστε και ο λόγος που υπήρχαν τα χρήματα.

Αγόρασα τα εισιτήρια προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου πως είμαι αυθόρμητος και όχι ανώμαλος. Η αλληλουχία των γεγονότων ζωγράφισε γύρω από το αεροπλάνο μια περίεργα ενδιαφέρουσα ιστορία σε ένα ταξίδι που τυπικά δεν είχε ξεκινήσει ακόμα. Συνηδητοποίησα πως ακόμα και εάν ακολουθούσε ένα βαρετό διήμερο, είχα ήδη χαρίσει στον εαυτό μια όμορφη εμπειρία.

Έκατσα ήρεμος στην θέση μου μέσα στο αεροπλάνο και χρειάστηκαν αρκετά δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω πως ο καλοντυμένος τύπος που καθόταν δίπλα μου και με κοίταγε έκπληκτος είχε συγκεκριμένο όνομα το οποίο το ήξερα. Πια η πιθανότητα? Ο Κώστας εργαζόταν σε μια εταιρία που υποστήριζε μηχανογραφικά πολυεθνικές και είχε πάει εκεί όπως και πολλά άλλα σκ για να επιβλέψει την κατάσταση. Θυμάμαι που δυσκολεύτηκα να απαντήσω στο πως βρέθηκα εγώ εκεί.

Στις 9 ήμασταν στο αεροδρόμιο του Βουκουρεστίου. Περπάτησα λίγο την πόλη, πήγα σε ένα από τα μεγάλα εμπορικά του Βουκουρεστίου, πήγα σε ένα παλιό συνεργάτη για να μάθω ότι είχε φύγει πλέον από το Βουκουρέστι και το μεσημέρι βρέθηκα με το Κώστα σε ένα εστιατόριο να συζητάμε για μουσική και να πειράζουμε τις προκλητικές σερβιτόρες.

Θυμήθηκα που με ρώτησε για την Εκείνη. Όλοι οι παλιοί φίλοι με ρωτάγαν για Εκείνη και αυτό είχε κάνει την σύντομη συζήτηση που ακολουθούσε την ερώτηση κάπως τετριμμένη. Το χωρίσαμε, το πότε, το πέντε χρόνια (με το σιωπηλό «πότε έγιναν πέντε?»), το κρίμα και το ήσασταν πολύ ταιριαστό ζευγάρι, το γιατί, το απλά δεν πήγαινε. Μου έκανε εντύπωση που το θυμήθηκα. Στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου κλειδαμπαρωμένες σκέψεις χορέψανε στο χάδι της. Ώρα να κοιτάξω αλλού.

Η ιστορία από εκεί και μετά είναι όμως γνωστή. Τερματικός σταθμός, τρένο, οπάτια, ταξί, Ένα όνομα ξενοδοχείου γραμμένο σε ένα χαρτάκι, ένα ξενοδοχείο με όνομα γραμμένο σε ένα χαρτάκι, πρωινό με πορτοκαλάδα, ασανσέρ, διάδρομος, πόρτα.

Το 516 δεν ήταν γραμμένο σε κανένα χαρτάκι. Βρισκόταν σκαλισμένο στην πόρτα μπροστά μου, σε έναν διάδρομο στον πέμπτο όροφο του ξενοδοχείου. Δεν ξέρω γιατί περίμενα να μου μιλήσει ένα χάλκινο σχέδιο που απεικόνιζε τρεις αριθμούς. Δεν ξέρω γιατί δεν μου μίλησε. Και όταν η πόρτα άνοιξε και η Εκείνη έπεσε νυσταγμένη στην αγκαλιά μου, δεν ξέρω γιατί σταμάτησε να με απασχολεί.

John Harris - 'It's an illusion' talk at the Stoke 'Lawful Rebellion' Conference

John Harris - 'It's an illusion' talk at the Stoke 'Lawful Rebellion' Conference

αν μπορεις (Του Νομπελίστα Βρετανού συγγραφέα Ράντγιαρντ Κίπλινγκ)

Αν μπορείς να σαι ατάραχος όταν τριγύρω οι άλλοι,
σε σένα ρίχνουν τ άδικο μέσα στην παραζάλη.

Αν μπορείς όταν δισταγμούς για σε θα 'χουν εκείνοι,
Να 'χεις στη δύναμή σου εσύ κρυφή εμπιστοσύνη.
Αν μπορείς να σαι ακούραστος όταν προσμένεις κάτι,
Με ψέμα να μην απαντάς στων άλλων την απάτη,
Αν σε μισούν να μη μισείς κι ας είσαι πληγωμένος
Να μην είσαι ευκολόπιστος μήτε πονηρεμένος.

Αν μπορείς να ονειρεύεσαι και τα όνειρα να ορίζεις,
να σκέπτεσαι χωρίς ζωή στη σκέψη να χαρίζεις.
Αν στον Θρίαμβο και στη Καταστροφή έχεις την ίδια γνώμη,
Κι άσειστη θέληση να λες "βάστα καρδιά μου ακόμη".
Αν μπορείς την αλήθεια που 'χεις πει να δεις σακατεμένη,
Μια παγίδα για αφελής μα συ να επιμένεις.
Αν ότι αγάπησες μπορείς ρημάδι ν' αντικρίσεις,
με χαλασμένα σύνεργα το έργο να ξαναρχίσεις.

Αν όσα πλούτη κέρδισες μπορείς να τα σωριάσεις,
σ' ένα παιγνίδι τολμηρό να μη τα λογαριάσεις,
κι όταν χαθούν αχάλαστη να 'ναι η ζωή σου εσένα,
χωρίς να παραπονεθείς ποτέ για τα χαμένα.
Αν σκλάβα σου ν' έχεις μπορείς στη πράξη την καρδιά σου
Να βρεις το θάρρος που έμεινε πολύ καιρό μακριά σου.

Αν μες το πλήθος είσαι αγνός χωρίς να φεύγεις πέρα,
Κι αν όταν συναντάς και βασιλείς είναι μια ίδια μέρα.
Κι αν δεν μπορεί φίλος η εχθρός πίκρες να σε ποτίζει,
Κι αν εκτιμάς κάθε άνθρωπο μονάχα όσο αξίζει.
Κι αν το γοργό καιρό μπορείς σωστά να τον μετρήσεις
Και μέσα του κάθε στιγμή τους θησαυρούς να κλείσεις.
Όλα δικά σου γίνονται τότε σ΄ αυτή τη πλάση
κι είσαι άντρας άξιος που κανείς ποτέ δεν θα σε ξεπεράσει.