Μια μικρή φυγή.

Κάθε ταξίδι δεν έχει έναν μόνο προορισμό. Έχει δύο. Αυτόν που θα πάς τώρα, και εκείνον που δεν θα πάς ποτέ. Μα όποιον και αν διαλέξεις, η απεραντοσύνη του κόσμου θα δώσει μια απάντηση στο ερώτημα που σκλαβώνει τις νύχτες που θρέφουν την φυγή σου. Την ίδια στιγμή που θα συλλαμβάνει το σπόρο της επόμενης.
Γιατί κάθε ταξίδι, μικρό ή μεγάλο ξεκινάει από μία επιθυμία. Την επιθυμία της φυγής. Την επιθυμία να απομακρυνθείς από έναν αόρατο φόβο, από ένα κρυφό άγχος που ετοιμάζεται να φουντώσει και να σε καταπιεί. Το ταξίδι έχει εκείνη την ιδιότητα της καινής διαθήκης. Όποια σελίδα και να ανοίξεις, ότι και αν διαβάσεις, περιέχει μια απάντηση στο πρόβλημα σου. Έτσι και στο ταξίδι, όπου και να πας θα βρεις απαντήσεις. Μόνο που θα ξέρεις μέσα σου, όσο πιο μακριά πας, τόσο πιο αληθινός είναι ο φόβος σου.
«O κόσμος δεν είναι κακός. Είναι απλά πολύ μεγάλος για να σε αφήσει να τον καταλάβεις».
***
Μου φάνηκε ότι πήρε πολύ ώρα. Όταν ταξιδεύει ο νους μακριά θέλει και εκείνος την ώρα του. Να γυρίσει πίσω, να τα μαστορέψει όλα να μπουν στην σωστή σειρά. Και εγώ ήμουν μακριά. Σήκωσα το κεφάλι μου και ο νέος κόσμος απλώθηκε σα σεντόνι πάνω στον παλιό, τόσο αργά, που σχεδόν ένιωθα μια παρουσία να το στρώνει μπροστά μου. Οι γραμμές και τα σχήματα άρχισαν να παίρνουν τις θέσεις τους, ζωγραφίζοντας στα μάτια μου το παραπέτασμα που αποκαλούμε πραγματικότητα. Σε μια στιγμή έφυγα από την παραγκούπολη της Βομβάης και βρέθηκα στο σταθμό των τρένων του Βουκουρεστίου. O ήλιος τρύπαγε δυνατός από παντού σε μια άνιση πάλη με το κρύο και η μύτη και το στέρνο γέμιζαν με τον βαρύ και βρώμικο ρουμάνικο αέρα. Κόσμος πηγαινοερχόταν αδιάκοπα, και πίσω τους, τα άψυχα κουρασμένα τρένα περιμένανε στις προβλήτες. Σαν παλιό αμερικάνικο μιούσικαλ, σαν ταινία σε σινεμά αυτοκινήτων, και εγώ παρκαρισμένος εκεί, στο πιο οικείο ΜακΝτόναλτς που είχα πρωτοπάει ποτέ.
Η προσοχή μου, ενστικτωδώς οδηγήθηκε στον πινάκα του σταθμού όπου παρατήρησα ότι το μέσο και ο προορισμός μου δεν είχαν ακόμα φανεί. Ήταν νωρίς. Περίπου τρεις ή τέσσερις το μεσημέρι. Πήρα μια μικρή ανάσα για να κοιμίσω ένα μικρό νεογέννητο φόβο. Είχα ήδη χάσει μια πτήση σήμερα, το να χάσω και το τρένο θα με καθιστούσε τόσο γελοίο που δε θα μπορούσα να το αρνηθώ πλέον στον εαυτό μου. Γύρισα στα αριστερά μου, στην αφορμή της ανησυχίας μου και είδα, πίσω από τον ξύλινο διαχωριστικό φράχτη, μια φιγούρα που κοντοστεκόταν. Ήταν μια ηλικιωμένη και κοντή γυναίκα, μια γριά με ζαρωμένο πρόσωπο τυλιγμένο σε ένα μαύρο κουρασμένο και βρώμικο σάλι. Με κοιτούσε. Τα γαλαζοπράσινα μάτια της, ήταν σαν κρυστάλλινες λίμνες κρυμμένες σε πυκνά δάση από τον μεσημβρινό ήλιο. Ήταν τόσο καθηλωτικά που μόλις και μετά βίας κατάφερα να δω το απλωμένο χέρι της. Κάπου βρήκα την φωνή της και συνειδητοποίησα ότι μόλις μου είχε μιλήσει και τώρα με κοίταζε χωρίς να κοιτάζει τίποτα, απλά περιμένοντας, με βλέμμα άδειο από ζωντάνια.
Την κοίταζα παγωμένα ανέκφραστος καθώς μου μιλούσε και ενώ το αέναο βουητό του σταθμού έντυνε τους ξένους ήχους που έβγαζε το στόμα της. Έδειχνε σαν να είχε καταλάβει ότι ήμουν ξένος. Μα συνέχιζε να με κοιτάει στα μάτια, όπως την κοίταζα και εγώ, και είδα μέσα στα μάτια της αυτά που και εκείνη έβλεπε. Είδα τις σκέψεις που ταξίδεψαν στο κεφάλι της, αυτές που ζουν για λιγότερο από μια στιγμή, μα μιλούν περισσότερο από όλες. Είδα στα μάτια της την αλήθεια που δεν θα μπορέσει να σου πει ποτέ ο καλός σου φίλος. Είδα την αλήθεια που όλοι ψάχνουμε ενώ την έχουμε μπροστά μας. Σε ένα δάσος μοναχικών καθρεπτών εμείς ψάχνουμε μανιωδώς να βρούμε την κακοτυχία μιας μικρής κρυμμένης ρωγμής.
Είδα έναν καλοντυμένο και χορτάτο νέο, χωρίς γραμμές στο μέτωπο, χωρίς ζάρες στα μάτια, που απολάμβανε κάθε στιγμή των στιγμών του, χωρίς βιασύνη. Έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να είναι ευτυχής και να γιορτάζει την ευτυχία του αν είχε καρδιά ανοιχτή. Αν μπορούσε να την ακούσει που του φώναζε «πονάω σταμάτα» όσο εκείνος της γύριζε πεισματικά την πλάτη. Σαν σωσίας του μεγάλου Αλεξάνδρου που φωνάζει «δεν είμαι εκείνος ρε», την ώρα που καβάλα στο άτι του καλπάζει να κατακτήσει την Ινδία. Όνειρα χαμένα προτού βρεθούν, σκλαβωμένα από την ελευθερία τους. Είδα εμένα να χλευάζω την ελευθερία μου και να προσπαθώ να φύγω μακριά της.
Για μια στιγμή που ποτέ δεν ήρθε χαμογέλασα, με εκείνο το χαμόγελο που δεν συγκινεί τα χείλια, και της είπα στα ελληνικά ότι δεν έχω χρήματα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της, και μαζί τους, πέρασα από μια πραγματικότητα σε μια άλλη, τόσο γρήγορα λες και τις χώριζε ένα λεπτό σεντόνι. Εκείνη το είδε, και το βλέμμα της νεκρώθηκε. Το κεφάλι της έγειρε αργά, γύρισε, και άρχισε να απομακρύνεται.
Έκλεισα το βιβλίο, και έπιασα να στρίψω ένα τσιγάρο. Κοίταξα το ρολόι και μέτρησα τις ώρες. Τρεις ακόμα χρειάζονται να προστεθούν στις τρεις που πέρασα καθισμένος διαβάζοντας. Έβαλα το τσιγάρο στο στόμα, το άναψα, και άφησα το βλέμμα μου ελεύθερο. Χάρισα τα χαλινάρια στο υποσυνείδητο, να διαλέξει εκείνο προορισμούς. Γύρω μου, μικρές προσωπικές ιστορίες πηγαινοερχόντουσαν. Βιαστικές, κουρασμένες, χαρούμενες ή λυπημένες, με αγωνία ή ευθυμία και όμως όλες τόσο όμοιες σαν να υπακούνε σε κάποια μυστηριώδη δύναμη. Οι ήχοι μπλέκονται και ενώνονται σε μια μελισσοβουή, και όλα ξαφνικά είναι τόσο ήσυχα που είσαι σίγουρος πως κάτι θα ξεσπάσει εκείνη την στιγμή, και ξαφνικά! μέσα στην ανάσα που κρατιέται και γρήγορα αφήνεται, επιστρέφει η ηρεμία στην σιωπή. Το βλέμμα συνεχίζει το ταξίδι του. Λίγο παραπέρα ένα ζευγάρι αγκαλιάζεται με πάθος, και εκείνη στις μύτες των ποδιών της, του χαρίζει ένα κάπως ντροπαλό φιλί. Τα μάτια θέλουν να κοιτάξουν αλλού μα δεν τα αφήνω. Περίεργο που όταν βλέπεις τον έρωτα σε ξένους συνειδητοποιείς πόσο πολύ σου έχει λείψει. Ακόμα πιο περίεργο όμως είναι αυτοί οι τερματικοί σταθμοί των τρένων. Σε όποιο τόπο και να πάς, οι τερματικοί σταθμοί είναι οι αυθεντικοί ναοί της μοναξιάς. Το μόνο μέρος όπου η μοναξιά δεν είναι βάρος αλλά ο καλύτερος φίλος.
Ρούφηξα μια τζούρα από το τσιγάρο και βάλθηκα να πιάσω τις σκέψεις που χόρευαν ξέφρενα στο υποσυνείδητο μου. Όλοι είμαστε σκλάβοι. Όλοι πονάμε και υποφέρουμε και κουβαλάμε βάρη στην πλάτη μας. Είναι η μοίρα της τι να την κάνεις αλλιώς θα σου είναι άχρηστη θα την βαρεθείς και θα την πετάξεις. Και εγώ είμαι σκλάβος. Οι αλυσίδες είναι οι ίδιες οι δικές μου, οι αποφάσεις ενός δειλού μα αυτό το ήξερα και δεν με έκανε ποτέ να νιώθω λιγότερο σκλάβος τους.
Εκείνη δεν είχε τίποτα πέρα από τα ρούχα της. Τίποτα! Υπάρχουν στιγμές που θα έδινα τα πάντα για να μην έχω τίποτα. Δουλειά, λεφτά, σπίτια, αυτοκίνητα, οικογένεια, φίλους… όλα αυτά τα «έχω» που δίνουν λιγότερα από όσο δίνονται. Δυστυχώς η ελευθερία δεν είναι κάτι που μπορείς να δεις στο παραπέτασμα των ματιών. Η ελευθερία δεν υπάρχει εκεί έξω ελεύθερη. Πόσο οξύμωρο βέβαια ακούγεται, μα πόσο αλήθεια είναι. Ελεύθερος είναι αυτός που επιλέγει ελεύθερα τους τυράννους του.
Με δική μου απόφαση, μπήκα στον κόσμο των μεγάλων, και παρότι δεν φόρεσα ποτέ γραβάτα, έβγαλα τα σκισμένα τζιν, κούρεψα τα μακριά μαλλιά, πέταξα τα αθλητικά και τα σκουλαρίκια, και στην θέση τους έβαλα έναν κομψό καλοκουρεμένο τύπο, που φοράει σακάκι, και πηγαίνει στην δουλειά του καθημερινά, να το παίζει επιχειρηματίας για να κόβει επιταγές και να μιλάει με τραπεζίτες. Τη άκυρη μοίρα αυτή για μένα…
Where are these silent facesI took them allThey all went awayNow you are all aloneTo turn out every light so deep in meHold on, too lateWill I ever see them back againOr did they all died by my handOr were they all killedBy the old evil ghostWho had taken the ocean Of all my dreams I knew the answers… but now they are gone for me
Είναι λίγα τα πράγματα που αληθινά απολαμβάνω στην ζωή μου. Τα καλά βιβλία, τα καλά τραγούδια, και οι καλές ανατολές του ηλίου. Αυτές που σε ξυπνούν ερωτευμένο και σε προσκαλούν να τις απολαύσεις στο κρύο. Μεγάλες ρομαντικές εικόνες όμως χαρίζουμε στον εγωισμό μας. Είναι και ο έρωτας που τον έχω πλέον ξεχάσει.
Αποφάσισα να ακούσω λίγη μουσική. Έβγαλα το περίφημο gadget ηχείων με mp3 player, απόλυτα απαραίτητο αξεσουάρ στα ταξίδια μου και έβαλα ένα δίσκο του Montgomery. Πόση χαζή χαρά μου έδινε το gadgetάκι. Όταν ταξιδεύεις με μοτοσυκλέτα για ένα μεγάλο ταξίδι, φορτωμένος με σύνεργα κατασκήνωσης, δεν μπορείς παρά να παίρνεις μαζί σου τα απολύτως απαραίτητα. Αυτό το gadgetάκι έβαλε την μουσική στα ταξίδια μου στην απαραίτητα ελάχιστη ποιότητα. Το κοίταγα με αγάπη και σεβασμό. Και ακόμα έτσι το κοιτώ. Το αγαπώ και το λυπάμαι. Ξέρω ότι θα στεναχωρηθώ πολύ όταν χαλάσει μα όλη η αγάπη μου θα το εγκαταλείψει για να δοθεί ενθουσιασμένη σε ένα νέο πιο καινούργιο.
Άκουγα την μουσική χωρίς να σκέφτομαι τίποτα συγκεκριμένο. Πάντα έτσι είναι με τον κύριο Montgomery. Απλά ακούς, και κουνάς το πόδι σου. Συχνά κλείνεις τα μάτια και αφήνεσαι εντελώς. Το ευχαριστιόμουν για κάμποση ώρα, όταν αναπάντεχα η μουσική από ζεστό κορμί έγινε μακρινό ρούχο. Ένοιωσα, για μια απειροελάχιστη στιγμή, σαν να γεννήθηκε η επιθυμία στις τρίχες του σβέρκου μου να χορέψουν. Τα φρύδια μου ελαφρά συνοφρυώθηκαν, και τα μάτια μου μπορέσανε να στρίψουν λίγα χιλιοστά το λαιμό μου, πριν τα σταματήσω. Την ήξερα αυτή την αίσθηση. Πιστεύω όλοι την ξέρουμε και όλοι την αναγνωρίζουμε, γιατί σε όλους μας τα σημάδια της είναι ίδια.
Γύρισα και χωρίς προσπάθεια ξεχώρισα ανάμεσα στο πλήθος μια κοπέλα. Δεν ήμουν όμως μόνο εγώ. Ήμασταν δύο, που ταυτόχρονα κοιταχτήκαμε χωρίς λόγο. Περπάταγε μόνη περίπου οχτώ μέτρα πίσω μου, και για τα επόμενα δύο δευτερόλεπτα κοιταζόμασταν. Δύο δευτερόλεπτα που κράτησαν αιώνες που μέσα τους ζήσαμε και οι δύο την μαγεία του να ξέρεις χωρίς ποτέ να έχεις μάθει, μα τελείωσαν πιο γρήγορα από μια στιγμή, όταν σηκώσαμε δειλά τα χέρια μας και χαιρετηθήκαμε, και μετά χάθηκε μέσα στο πλήθος.
Είναι οι στιγμές που προσπαθείς να καταλάβεις, να κρατήσεις, μα γλιστρούν σαν την άμμο μέσα από τα χέρια σου. Το έχω ξαναζήσει. Όχι πολλές φορές. Μα κάθε φορά είναι πιο δυνατό. Η μαγεία του με γέμισε και ξεχείλισε. Θυμήθηκα την πρώτη φορά. Όταν είχα δει εκείνη. Το φώς που έδιωξε την τρίτη διάσταση του χώρου και χώρισε τον κόσμο στα δύο. Υπήρχε εκείνη, και πίσω της θολά και ξεθωριασμένα όλα τα άλλα. Θυμήθηκα την τελευταία φορά. Εκείνο το βράδυ που ξύπνησα ξαπλωμένος στο χώμα και κολύμπησα ζαλισμένος σε έναν αιώνιο φόβο μέχρι που η σερνόμενη φοβισμένη λογική μου χαιρέτησε τον πόνο στο χέρι μου. Μου είχε σπάσει ο αριστερός καρπός. Λέξεις που φαντάζουν σε μένα τραγούδι. Και με κάνουν να γελώ.
I knew the answers… but now they are gone for me
Και να ‘μαι τώρα, να γράφω αυτά που έπρεπε να ζω. Να ‘μαι τώρα, που όλη μου η καρδιά σκλαβώνεται από ένα λευκό χαρτί, ανήμπορη να μιλήσει, ακόμα και όταν όλο το σώμα τρέμει εκείνη σκύβει το κεφάλι και περιμένει κοιτώντας ψηλά, όπως κοιτάει το πιστό σκυλί τον ιδιοκτήτη του που σηκώνει απειλητικά την εφημερίδα.
Και τότε έρχεται η φωνή: «Μάταιο! Μάταιο! Μάταιο!»
Και ένα χέρι βίαια σου κλείνει τα σεντόνια. Ανοιγοκλείνεις τα μάτια και ξαφνικά το μόνο που σκέφτεσαι είναι ένα λευκό χαρτί. Και κοίτα! έχω ένα τετράδιο γεμάτο από δαύτα μαζί μου σήμερα.
Η ώρα πέρασε. Το κρύο έχει γίνει τσουχτερό, και δεν έχω πάρει ρούχα μαζί μου. Είναι οχτώ παρά. Και τέταρτο το τρένο φεύγει. Πάω να βρω μια ωραία ήσυχη κλινάμαξα να συνεχίσω το βιβλίο μου. Με συντροφιά ένα τσιλάμ και λίγο ουίσκι, θα φύγω από την Ρουμανία και θα βρεθώ ερωτευμένος φυγάς στην Ινδία, μέχρι το πρωί.