Οι έχοντες της επιστημονική μέθοδο και οι μη (οικοδομώντας τον πύργο της Βαβέλ)

Η γλώσσα και η σκέψη είναι έννοιες συνυφασμένες. Η γλώσσα αποτελεί ένα μέσο έκφρασης και στοιχείο αντίληψης. Παρόλο που γενικά η γλώσσα σαν λέξη και έννοια αναφέρεται σε συγκεκριμένο σημειακό σύστημα ήχων που προέρχονται από το στόμα (με χρήση της αναπνοής, των φωνητικών χορδών, της φυσικής οργανικής γλώσσας και γενικότερα της στοματικής κοιλότητας), γλώσσα αποτελεί κάθε σημειακό σύστημα όπως η νοηματική, η μουσική, ο χορός κτλ. Στο κείμενο όταν αναφέρουμε την λέξη «γλώσσα» θα αναφερόμαστε σε αυτήν την «γλώσσα του στόματος».

Ο λόγος που η ψυχολογία συνδέει τόσο άμεσα τις δύο αυτές έννοιες είναι γιατί μπορεί μεν η σκέψη να ήταν αυτή που γέννησε την ανάγκη για την επικοινωνία, αλλά και την γλώσσα ως μέσο κάλυψης αυτής της ανάγκης, αλλά η γλώσσα κατά την εξέλιξη της έφτασε τελικά να είναι το συνηθέστερο έδαφος ανάπτυξης της σκέψης. Έτσι ο κάθε άνθρωπος δεν μαθαίνει μόνο να μιλάει κάποια γλώσσα αλλά και να σκέφτεται σε αυτήν.

Οι γλωσσολόγοι (ή μεταγλωσσολόγοι) στην προσπάθεια απογύμνωσης του φαινομένου της αλλαγής της γλώσσας από την ηθική οπτική του, κατέληξαν στο ότι η γλώσσα είναι ένα δυναμικό πολυμιμίδιο που διαμορφώνεται από την ίδια την κοινωνία. Με αυτό το πολύ έξυπνο τρόπο ξεμπέρδεψαν φαινομενικά με το ηθικό κομμάτι του αν για παράδειγμα είναι καλό στην ελληνική να αντικατασταθούν όλα τα «ι» («ει», «υ», «η» κτλ) με το «ι» (γιώτα). Αυτό πλέον δεν είναι θέμα που πρέπει να λύσει η γλωσσολογία αλλά η ηθική και συγκεκριμένα η μεταηθική.

Η λέξη «φαινομενικά» τοποθετείται γιατί δεν έχει καθοριστεί το εάν και πόσο η ηθική οφείλει να απασχολεί τους επιστήμονες, στα αντίστοιχα πεδία τους. Και αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα με τεράστιες προεκτάσεις για την θεώρηση του κόσμου μας και του ρόλου μας μέσα σε αυτόν, στο οποίο αξίζει να προβληματιστούμε, και να το εξετάσουμε κάποια στιγμή.

Επιστρέφοντας όμως στο θέμα, και πέρα από ηθικές ή μη προεκτάσεις του ζητήματος, αυτό που συνάγεται και πρέπει να τονιστεί είναι ότι η γλώσσα ως προϊόν της σκέψης δεν μπορεί να είναι κάτι το απόλυτα αντικειμενικό. Βασίζεται σε κοινωνικές και ατομικές ανάγκες. Υπάρχουν λαοί για παράδειγμα που δεν έχουν όνομα για το χρώμα «κόκκινο» και αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ή δεν βλέπουν το κόκκινο χρώμα αλλά ότι δεν χρειάστηκε ποτέ να το ονοματίσουν. Αυτό κάνει προφανές το ότι η γλώσσα από μόνη της δεν αρκεί για να πραγματοποιηθεί η επικοινωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων ανθρώπων. Έρευνες μάλιστα έχουν καταλήξει στο ότι το 80% της επικοινωνίας οφείλεται σε παράγοντες άλλους από την χρήση της γλώσσας, όπως ο τόνος της φωνής, οι κινήσεις του σώματος, η αύρα κ.α.

Έτσι, ο γραπτός λόγος είναι προφανές του ότι στερείται εργαλείων επικοινωνίας. Πέραν όμως τούτου, η γλώσσα, είτε αποδίδεται προφορικά είτε γραπτά, δεδομένου του ότι αποτελεί ένα σύστημα είναι διδάξιμο. Οπότε για να μπορέσει αυτό το 20% που απομένει στον γραπτό λόγο, να διατηρηθεί θα πρέπει ο χρήστης αλλά και το ακροατήριο του να έχει επαρκή γλωσσική αγωγή. Όσο αυτή αυξάνεται τόσο βελτιώνεται η επικοινωνία.

Το πρόβλημα όμως που έντεχνα κρύβεται κάτω από αυτή την διαπίστωση είναι το ότι όταν στερούμαστε γλωσσική αγωγή δεν είναι μόνο η ικανότητα μας για επικοινωνία που αποδυναμώνεται αλλά και η ίδια η ικανότητα μας για σκέψη (σκεφτόμαστε με λέξεις αν θυμάστε), και έτσι όχι μόνο δεν ξέρουμε να μιλάμε αλλά τελικά ούτε και να σκεφτόμαστε.

Προς θεού μην μπερδευτείτε φέρνοντας ως παράδειγμα απλά αντικείμενα όπως ένα μήλο. Ένα μήλο για να το σκεφτεί κάποιος δεν χρειάζεται να είναι εκπαιδευμένος στην γλώσσα, αυτό είναι σίγουρο. Όμως είναι επίσης σίγουρο ότι όσα και αν του πέσουν στο κεφάλι δεν θα γίνει Νεύτωνας. Το πρόβλημα έγκειται σε πιο πολύπλοκες έννοιες και κυρίως σε μη αντιληπτές δια των αισθήσεων έννοιες και πράγματα. Η ψυχολογία και εδώ μας προστατεύει μαθαίνοντας μας πως και η σκέψη είναι παράγοντας γνώσεων όσο και οι αισθήσεις παρόλο που αυτές είναι πρωτεύουσες.

Συγκεκριμένα, η επιστήμη χρησιμοποιεί τεκμηριωμένη και ταξινομημένη γνώση για να παράγει άλλη. Χτίζεται λοιπόν ένα ολόκληρο οικοδόμημα η σταθερότητα του οποίου κρίνεται στην «καθαρότητα» των βημάτων του. Όσο πιο ξεκάθαρο το ένα βήμα τόσο πιο στέρεο το επόμενο. Η επιστήμη λοιπόν δεν χωράει υποκειμενισμούς. Για αυτό το λόγο στην επιστήμη έχουμε της λεγόμενες «σχολές». Οι σχολές αν τις εξετάσετε αποτελούν προσεγγίσεις του ίδιου θέματος από, πολύ συχνά, ανεπαίσθητα διαφορετικές οπτικές γωνίες. Αυτό οφείλεται στην υποκειμενική διαβάθμιση προτεραιοτήτων του εκάστοτε επιστήμονα, η οποία είναι τέτοια που υπακούει τις δικές του πραχτικές προσωπικές ανάγκες βάσει των οποίων δημιουργήθηκε. Τις περισσότερες δε φορές η «σύγκρουση» τέτοιων σχολών καταλήγει σε διαπραγμάτευση αξιωματικών θέσεων. Επίσης τις περισσότερες φορές το γνωστικό αποτέλεσμα είναι τόσο όμοιο που η τεχνολογική του εφαρμογή δεν περιορίζεται από την διαμάχη των αξιωμάτων των «σχολών»

Δυστυχώς δεν μου έρχεται κάποιο προφανές πραγματικό και εύκολα εξηγήσιμο παράδειγμα «σχολών», και δεν είναι ώρα τώρα να ανατρέξω σε επιστημονικά άρθρα ή βιβλία που θα αφορούν σε εξειδικευμένα πράγματα τα οποία μετά θα πρέπει και να εξηγήσω επαρκώς για να έχουν θέση σε ένα εκλαϊκευμένο κείμενο σαν και αυτό. Οπότε τα κοάλα κανένα και τέλος με αυτό.

Το ωφέλιμο συμπέρασμα λοιπόν σε αυτό το σημείο, και πρακτικά εφαρμόσιμο είναι το ότι οφείλουμε να είμαστε πολύ ανοιχτοί όταν συζητάμε. Ιδιαίτερα στον γραπτό λόγο απαιτείται τεράστια προσοχή σε αυτά που γράφουμε και ακόμα μεγαλύτερη σε αυτά που διαβάζουμε καθώς a priori στερούμαστε το 80% της δυνατής επικοινωνιακής αποτελεσματικότητας. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που τις περισσότερες φορές μετά από μια συζήτηση όλοι οι εμπλεκόμενοι φεύγουν από το τραπέζι όχι μόνο έχοντας την ίδια θέση αλλά και περισσότερα επιχειρήματα να την στηρίξουν. Είναι πάρα πολύ δύσκολο για κάποιον να αποδεχθεί ότι έκανε λάθος σε κάποια θέση του την οποία έχει υποστηρίξει πρακτικά στην ζωή του και βάσει της οποίας στην καλύτερη φιλτράρισε το περιβάλλον του και στην χειρότερη το διαμόρφωσε. Επίσης είναι πολύ δύσκολο να διαπραγματευτεί αξιώματα και προτεραιότητες καθότι απαιτείται η αντίθετη θέση να έχει λάβει υπο όψη της και να έχει διαμορφωθεί από τις ίδιες πρακτικές ανάγκες.

Back to the point

Είναι πολλές φορές που όλοι μας έχουμε έρθει αντιμέτωποι με ανθρώπους που μας γοήτευε η ομιλία τους. Έχουμε πει ή έχουμε ακούσει για παράδειγμα φράσεις τύπου «μιλάει πολύ ωραία αυτός» ή «χαίρεσαι να τον ακούς» ή «έχει τρομερή πένα» κτλ. ή ίσως πιο συχνά έχουμε ξεχωρίσει δασκάλους βάσει της μεταδοτικότητας τους. Ο λόγος είναι ίδιος και αφορά κυρίως στην ικανότητα χρήσης της γλώσσας. Οι άνθρωποι αυτοί έχουν βρει το παράθυρο –που συνιστά σε τρόπο- να μιλούν ξεκάθαρα και το αποτέλεσμα είναι ομολογουμένως ευχάριστο γιατί η γνώση τους μας διοχετεύεται τρόπον τινά ενέσιμα. Το ερώτημα που εγείρεται είναι αν υπάρχουν ειδικοί στην συζήτηση και στην σκέψη.

Αυτό το ερώτημα μαίνεται, τουλάχιστον στην αντίληψη μου, ως μια «διαμάχη» για το δικαίωμα του λόγου ανάμεσα σε επιστήμονες και μη, και ειδικά ανάμεσα σε κατόχους κάποιου πτυχίου ανώτερης εκπαιδευτικής σχολής και μη. Είναι κάτι που το συναντάω πολύ συχνά στην ζωή μου συνήθως καλυμμένο κάτω από προσωπικές διαμάχες. Ποιοι άραγε έχουν το «δικαίωμα της άποψης»?

Έχουμε δεχτεί ότι η γλώσσα είναι κάτι στο οποίο εκπαιδευόμαστε, και το ότι η γνώση της γλώσσας βελτιώνει την σκέψη. Επίσης νομίζω πως είναι προφανές ότι η καλύτερη μέθοδος απόκτησης γνώσης είναι η επιστημονική μέθοδος, και πως ο απόφοιτος ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος έχει υπάρξει επαγγελματίας μελετητής. Αν αυτά τα πετάξουμε σε ένα σέηκερ με μια κουταλιά φαντασίας, δύο κουταλιές αριστοτελικής λογικής και μια κουταλιά σημαντικές λεπτομέρειες και τα ανακατέψουμε λίγο αυτά που θα πέσουν στο δοχείο των συμπερασμάτων είναι αφενός το ότι ο απόφοιτος κάποιας ανώτερης σχολής έχει περισσότερες πιθανότητες να κερδίσει σε διαγωνισμό σκέψης απέναντι σε κάποιον που δεν έχει αποφοιτήσει, και αφετέρου το ότι ίσως γλυτώσαμε μερικές ακόμα παραγράφους που θα επιχειρηματολογούν για τα αυτονόητα.

Σε καμία περίπτωση βέβαια αυτή η παραδοχή αυτής της πιθανότητας δεν αρκεί για να βγάλουν το σκασμό όσοι δεν έχουν πάει σε πανεπιστήμιο (δυστυχώς). Αρκεί όμως για να καταλάβουμε γιατί αυτοί που έχουν πάει «σνομπάρουν» εκείνους που δεν έχουν πάει και πολύ συχνά αρνούνται να συνδιαλεχθούν μαζί τους.

Βασικά, αυτό που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι είναι εφικτή η σύγκριση ικανότητας σκέψης και ομιλίας και ότι κάποιοι (αναγκαστικά) είναι καλύτεροι σε αυτό από άλλους ομοίως όπως κάποιοι παίζουν καλύτερα κιθάρα από άλλους ή είναι καλύτεροι κολυμβητές. Και ενώ εκεί δεχόμαστε αξιωματικά το ότι είναι καλύτεροι και κατ’ επέκταση μόνο ερωτήσεις μπορούμε να κάνουμε όταν για παράδειγμα βρεθούμε σε μια παρέα κιθαριστών που συζητάνε για κιθάρες, ουδέποτε δεν αναλογιζόμαστε πως πρέπει να συμπεριφερθούμε όταν στη συζήτηση δεν βρίσκεται κάποιος «ειδικός». Πόσο μάλλον όταν τα θέματα που συζητάμε δεν είναι επιστημονικά εξειδικευμένα και πόσο μάλλον όταν οι ίδιοι οι επιστήμονες αρνούνται να αποδεχτούν το βάρος της ηθικής οπτικής και ανάλυσης του επιστημονικού πεδίου με το οποίο καταπιάνονται. Αναγκαστικά για παράδειγμα η συζήτηση περί «ηθικής» δεν έχει ειδικούς, και αναγκαστικά όλοι είναι εξίσου ειδικοί. Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει σε ότι έχει να κάνει με την φιλοσοφία (η ηθική είναι φιλοσοφία).

Εντέλει όμως η φιλοσοφία είναι επιστήμη. Και όχι μόνο. Είναι η μητέρα όλων των επιστημών αφού όλες οι επιστήμες προέκυψαν από αυτή. Το Wikipedia αναφέρει σχετικά:

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η λέξη φιλοσοφία ετυμολογικά είναι σύνθετη και προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό φιλείν (που σημαίνει αγάπη) και τη λέξη σοφία. Η φιλοσοφία ασχολείται με ερωτήματα ή απορίες που μπορούμε να αποκαλέσουμε οριακά, θεμελιώδη, ή έσχατα. Η αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήματα που πιθανά ξεπερνούν τις ανθρώπινες γνωστικές δυνατότητες, ακόμα κι αν αυτά παραμείνουν τελικά αναπάντητα, βοηθά στη διερεύνηση των ορίων της ανθρώπινης σκέψης. Δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι φιλοσοφία είναι σκέψη πάνω στην ίδια τη σκέψη και τις δυνατότητες της[1].

Οι εκάστοτε φιλόσοφοι, σύμφωνα με το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσάπτουν στη φιλοσοφία, δημιουργούν και το ανάλογο φιλοσοφικό ρεύμα.

Γενικώς θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς ότι φιλοσοφική σκέψη είναι η διανοητική διερεύνηση βαθέων ερωτημάτων για την σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και την θέση του σ’ αυτόν. Η φιλοσοφία βέβαια δεν αρκείται στην ανάλυση της πραγματικότητας του εμπειρικού κόσμου, αλλά διατυπώνει προτάσεις για την αλλαγή του. Ένας φιλόσοφος δεν αρκείται στο να διατυπώσει πώς έχουν τα πράγματα, αλλά προχωρά και σε συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα μπορούσαν να είναι.

Εύστοχα ο Bertrand Russell διατυπώνει πως φιλοσοφία είναι μια δεξαμενή γνώσεων που ακόμα είναι ανέτοιμες προς εξειδικευμένη επιστημονική διαπραγμάτευση. Επομένως, όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί άλλωστε, η φιλοσοφία είναι η επιστήμη των επιστημών, ο κορμός της διεπιστημονικής γνώσης, ο άσβεστος πόθος αναζήτησης του ανθρώπου. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι σύγχρονες θετικές επιστήμες (Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία, Ιατρική, Αστρονομία κ.α.) αλλά και μεταγενέστερες θεωρητικές (Ψυχολογία, Κοινωνιολογία κ.α.) ξεπήδησαν από το φιλοσοφικό στοχασμό.

Παρόλο το εύρος της έννοιας της Φιλοσοφίας, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι πρόκειται για επιστήμη (και μάλιστα τη "μητέρα" επιστήμη όπως είδαμε). Επομένως η μέθοδος ενός στοχασμού ώστε αυτός να ονομασθεί φιλοσοφικός πρέπει να τηρεί συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια και στάδια. Αυτά τα στάδια είναι εκείνα της Παρατηρήσεως, της Υποθέσεως, του Πειράματος, της Απόδειξης και της Επαναλήψεως. Ο φιλοσοφικός στοχασμός απαραίτητα πρέπει να εγκολπώνει την επιστημονική αποδεικτική διαδικασία.

Αν δεχθούμε τα παραπάνω οφείλουμε να δεχθούμε νομίζω και το γεγονός ότι μπορεί η φιλοσοφία να είναι «ανάγκη» για τον άνθρωπο αλλά δεν δικαιούται ο καθένας να λειτουργεί ως φιλόσοφος. Άλλωστε και το φαγητό είναι ανάγκη αλλά αυτό δεν σε κάνει μάγειρα (αν δεν με πιστεύετε ελάτε να σας κάνω το τραπέζι).

Οκ όλα καλά μέχρι εδώ το μόνο που μένει σε εκκρεμότητα είναι να καθοριστεί ο επιστήμονας.

Σε μια παρέα ανθρώπων που γνωρίζονται μεταξύ τους τα πράγματα είναι εύκολα. Σε έναν ανοιχτό χώρο όμως δεν είναι. Επειδή λοιπόν δεν είναι δυνατόν για κάθε τι που λέει κάποιος σε μια ανοιχτή συζήτηση να σπεύδουμε να ανιχνεύσουμε το εάν αυτά που λέει είναι αλήθεια ή μπούρδες οφείλουμε όλοι σε ότι λέμε να το λέμε σαφώς να το τεκμηριώνουμε επαρκώς και να επισυνάπτουμε ή να αναφέρουμε και σχετικές πηγές που να αποδεικνύουν τα αξιώματα του συλλογισμού μας.

Αυτό νομίζω ότι εννοούσε η ρήση «δεν έχουν όλοι δικαίωμα στην άποψη». Είναι τουλάχιστον υποτιμητικό να εκφέρουμε απόψεις σε θέματα για τα οποία έχουν γραφτεί τόνοι βιβλίων. Η σωστή συζήτηση γίνεται ως εξής. Ρωτάω κάτι στο οποίο δεν έχω επιστημονική γνώση, απαντάω σε κάτι που έχω επιστημονική γνώση και το τεκμηριώνω και επιστημονικά. Εάν δεν έχω επιστημονική γνώση δεν μιλάω. Εάν κανείς δεν έχει επιστημονική γνώση συζήτηση δεν γίνεται και απάντηση δεν δίνεται.

Επειδή ο χρόνος είναι πολύτιμος.

Απόψεις γιόκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου