Ένα χειμωνιάτικο πρωινό.

Κάτι.

Μέσα σε ένα πνιχτό βαθύ βουβό κατάμαυρο τίποτα κάτι κάπου σκέφτηκε να σαλέψει μα το μετάνιωσε και όλα έμμειναν νεκρά. Σαν βουβό βεγγαλικό που έσκασε πίσω μου κάπου μακριά ψηλά από άγνωστο λόγο και έσβησε πριν προλάβει καλά καλά να λάμψει μα πρόλαβε να ζωγραφίσει την σκιά μιας λέξης σε κάποιο μαύρο υπόγειο τοίχο.

Κρύο.

Η λέξη μου ζητάει γλυκά να ξυπνήσω και εγώ αρνιούμαι. Μαζεύω τα πόδια μου σαν έμβρυο μα πάλι εκείνη έρχεται να με βγάλει από το σκοτεινό βουβό τίποτα. Κουκουλώνομαι με την κουβέρτα και μπορεί τίποτα να μην βλέπω και τίποτα να μην ακούω μα το τίποτα έχει φύγει και στην θέση του έχει μπει μια άχρωμη μα ζωντανή παράσταση. Ένα σώμα σε ένα ντιβάνι πλάι σε ένα τζάκι, που μπορεί να έχει σβήσει ή να είναι αναμμένο, μα τόσο κρύο, λες να χιόνισε; λες να ξημέρωσε; Αρκεί να ανοίξω τα μάτια μου και θα τα ξέρω όλα.

Τι ώρα να είναι;

Τι με νοιάζει δεν δουλεύω σήμερα, μήνες τώρα δεν δουλεύω. Το βαρέθηκα αυτό το βιολί δεν το θέλω για αυτό είμαι εδώ και κοιμάμαι στο χωριό μου. Για αυτό και μόνο δεν θα ανοίξω τα μάτια μου μα θα απλώσω το χέρι και θα πιάσω την κουβέρτα που μέρες τώρα περίμενε να μπει σε κάποια ντουλάπα μα ευτυχώς δεν μπήκε ποτέ, έμεινε στην καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι μου.

Νυστάζω.

Πόσες ώρες να κοιμάμαι πάλι σήμερα. Πόσες ημέρες μετράω που κοιμάμαι ολάκερα δεκάωρα; Τι σημασία έχει; Όταν ξυπνήσω θα μάθω. Όλη μου την ζωή βιαζόμουν. Αρκετά. Δεν μπορώ να απλώσω την κουβέρτα με κλειστά τα μάτια μου όμως. Μπορεί να ενοχλήσω τον γατούλι που κοιμάται στα πόδια μου. Έστω. Τώρα είναι καλύτερα. Πολύ πιο ζεστά ήδη. Το αχνό φως του ήλιου φάνηκε έξω από τα παραθυρόφυλλα. Το τζάκι έχει σβήσει. Πρέπει να είναι έξι η ώρα. Πέντε ώρες μόνο κοιμήθηκα. Μα ξύπνησα τώρα. Κάνει πολύ κρύο.

Ας είναι. Ας με ξυπνάει το κρύο και του ήλιου το φώς όταν δεν με ξυπνάει η ξεκούραση. Ας με ξυπνάει οτιδήποτε πέρα από την βιασύνη και το άγχος που μέχρι τώρα με ξύπναγε. Ας ξυπνήσω τώρα και κοιμάμαι το μεσημέρι. Ή κοιμάμαι το βράδυ. Δεκαπέντε ώρες ίσως και είκοσι τι σημασία έχει. Άλλωστε κάνει πολύ κρύο. Θα ξυπνήσω και θα μείνω εδώ ξαπλωμένος, μπορεί να περιμένει το χιόνι αν έχει πέσει.

Νομίζω είδα κάτι όνειρα απόψε.

Αυτό θα κάνω. Θα ρίξω μερικά ξύλα στο τζάκι να φουντώσει να με ζεστάνει, θα φτιάξω και έναν ζεστό καφέ, θα ανάψω και ένα τσιγάρο, και θα μείνω με τις κουβέρτες στο κρεβάτι. Να παίξω με τις ιδέες μου.

Και βλέπουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου